Η διπλή άνοδος του τουρκικού εθνικισμού
Aπό τις 31 Μαρτίου, η ήττα του κόμματος του Τούρκου προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, του Κόμματος Δικαιοσύνη και Ανάπτυξη (ΑΚΡ) και του υπερεθνικιστή εκλογικού συμμάχου του, του Κόμματος Εθνικιστικού Κινήματος (ΜΗΡ) στις δημοτικές εκλογές σε Αγκυρα, Κωνσταντινούπολη και πολλές άλλες πόλεις, έκανε πολλούς να καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι η Τουρκία βρίσκεται στα πρόθυρα αλλαγής. Ανακτώντας τον έλεγχο της δημοτικής εξουσίας σε Αγκυρα και Κωνσταντινούπολη, όπου κυριαρχούσε το κόμμα του Ερντογάν επί 25 χρόνια, η αντιπολιτευτική συμμαχία απέδειξε ότι ο Ερντογάν δεν είναι αήττητος. Σίγουρα, όμως, αυτό δεν αποτελεί μία νίκη για τις φιλελεύθερες αξίες. Ο αντιπολιτευτικός συνασπισμός του Λαϊκού Ρεπουμπλικανικού Κόμματος (CHP) και του εκλογικού του εταίρου, του Καλού Κόμματος, που είναι παρακλάδι του υπερεθνικιστή εταίρου του Ερντογάν, αποτελεί απλώς μία διαφορετική εκδοχή του δεξιού εθνικισμού του κυβερνητικού συνασπισμού των ΑΚΡ και ΜΗΡ.
Το Λαϊκό Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, που επισήμως είναι σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, ενέκρινε τις φυλακίσεις εκλεγμένων Κούρδων πολιτικών και επέλεξε υπερεθνικιστές, ανάμεσά τους ο Μανσούρ Γιαβάς, ο νεοεκλεγείς δήμαρχος στην Αγκυρα. Η δημοκρατική εξέλιξη της Τουρκίας παρεμποδίστηκε από την έλλειψη μιας δημοκρατικής αριστερής εναλλακτικής λύσης. Η αυταρχική Δεξιά κυριαρχεί από την ίδρυση της τουρκικής δημοκρατίας το 1923. Η Ιστορία μας διδάσκει, όπως συνέβη στη Σουηδία πριν από έναν αιώνα, ή την Ισπανία, την Ελλάδα και την Πορτογαλία το 1970, ότι μία ισχυρή δημοκρατική Αριστερά είναι απαραίτητη για την εκδημοκρατικοποίηση.
Ωστόσο, το τουρκικό κράτος πάταξε με βιαιότητα την Αριστερά.
Ο Ερντογάν ανέλαβε την εξουσία υποσχόμενος να υπηρετήσει τα καπιταλιστικά συμφέροντα. Υιοθέτησε τα νεοφιλελεύθερα οικονομικά των στρατηγών και έγινε αποδεκτός από τους κοσμικούς, δυτικοτραφείς βαρώνους των επιχειρήσεων που δεν έμοιασαν να ενοχλούνται από τον θρησκευτικό συντηρητισμό του. Οι ισλαμιστές συντηρητικοί είδαν την ταξική πάλη ως μία πολιτισμική σύρραξη ανάμεσα στον λαό και στην ελίτ. Κέρδισαν, επιβάλλοντας τη θρησκευτική κουλτούρα στις μάζες αλλά προώθησαν τα συμφέροντα της οικονομικής ελίτ αφού ανέλαβαν την εξουσία. Οι συντηρητικοί, κοσμικοί ή ισλαμιστές, κέρδισαν όλες τις εκλογικές αναμετρήσεις από το 1950, εκτός από μία. Η εξαίρεση ήταν το 1977, όταν η δημοκρατική Αριστερά, υπό τον Μπουλέντ Ετσεβίτ, κέρδισε το 40% των ψήφων.
Το σημερινό καθεστώς στην Τουρκία έχει τις ιδεολογικές ρίζες του στον συνασπισμό του 1970 όταν οι κοσμικοί συντηρητικοί, οι υπερεθνικιστές και οι ισλαμιστές συνασπίστηκαν προκειμένου να νικήσουν την Αριστερά. Ακριβώς σε αυτό το χρονικό σημείο ο Ερντογάν ξεκίνησε την πολιτική σταδιοδρομία του στο Ισλαμικό Κόμμα Εθνικής Σωτηρίας. Αν η δημοκρατική Αριστερά δεν είχε συνθλιβεί, η Τουρκία, κατά πάσα πιθανότητα, θα ακολουθούσε τον ίδιο δημοκρατικό δρόμο, όπως η Ελλάδα, η Ισπανία και η Πορτογαλία. Οι Τούρκοι Σοσιαλδημοκράτες καλά θα έκαναν να λάβουν παράδειγμα από τα τεκταινόμενα τη δεκαετία του 1970. Πρέπει να μιλήσουν για κοινωνική δικαιοσύνη και ελευθερία, αντί να ευθυγραμμίζονται με τον δεξιό εθνικισμό, αν θέλουν να κάνουν στην πραγματικότητα τη διαφορά.
* Ο κ. Halil M. Karaveli είναι συγγραφέας του βιβλίου «Γιατί η Τουρκία είναι αυταρχική: Από τον Ατατούρκ στον Ερντογάν».