Η ανασφαλής αυτοπεποίθηση της Τουρκίας
Η συμπεριφορά της Τουρκίας προβληματίζει. Τι, όμως, έχει οδηγήσει την Αγκυρα σε αυτή την κατάσταση;
Πρώτον, η εθνική συνείδηση δεν ορίζεται πλέον από τον κεμαλικό εθνικισμό αλλά από τον νέο-οθωμανικό μεγαλοϊδεατισμό με πυρήνα τη θρησκεία. Ο πρόεδρος Ερντογάν, μάλιστα, επιχειρεί εδώ και καιρό να οδηγήσει στον συγκερασμό θρησκευτικού παράγοντα και ισχυρού εθνικισμού, ενσωματώνοντας στοιχεία της εθνικιστικής ιστορικής αφήγησης. Και τούτο δεν το πράττει μόνο με εκλογική σκοπιμότητα για την αναγκαία σύμπραξη AKP-MHP (Κόμμα Εθνικιστικής Δράσης), αλλά προκειμένου να διαμορφώσει την ταυτότητα της δικής του Τουρκίας. Πολύ περισσότερο, ενώ ετοιμάζεται για την τελική αναμέτρηση με τον Κεμάλ με ορίζοντα το 2023. Στόχος του νυν προέδρου είναι η χώρα του, 100 χρόνια από τη γέννησή της, να έχει αποκτήσει μεγάλο βαθμό αυτονομίας στα διεθνή δρώμενα, να κατατάσσεται στις 10 μεγαλύτερες οικονομίες παγκοσμίως, να είναι το δυνατόν περισσότερο αυτάρκης (ενισχύοντας την εγχώρια παραγωγή), να έχει εξελιχθεί σε μία αποτελεσματική στρατιωτική δύναμη, ώστε να στηρίζει τις γεωπολιτικές της επιδιώξεις και τέλος να εδραιώσει ένα κατασταλαγμένο ζωτικό χώρο –για να «αναπνέει» γεωπολιτικά– με έμμεση αναγνώριση του δικαιώματός της να κινείται με ευχέρεια κινήσεων εντός αυτού.
Δεύτερον, η Aγκυρα αισθάνεται όλο και μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στις δυνάμεις της, αντιπαραβάλλοντάς τες συχνά με τη Δύση.
Η πρώτη θεωρεί τη δεύτερη οιονεί βαρίδι, κρίνοντας πως βρίσκεται σε στρατηγική υποχώρηση, ενώ η ίδια «μεγαλώνει» γεωπολιτικά. Είναι αξιοπρόσεκτο πως ο Ερντογάν προτάσσει συστηματικά τις πολιτισμικές και ηθικές διαφορές με τη Δύση, θέλοντας εμφανώς να διαφοροποιήσει τη χώρα του από τoν «παρηκμασμένo» δυτικό κόσμο. Αποδίδει δόλο στην απροθυμία απόλυτης στήριξής του μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα και στη στήριξη του «OΧΙ» στο δημοψήφισμα και προσεγγίζει τις επικρίσεις για τις μαζικές διώξεις και την υποχώρηση του κράτους δικαίου ως εργαλείο συνεχούς πίεσης. «Διαβάζοντας» τις ενέργειες των Δυτικών ως υπονομευτικές προς την ισχυροποίησή του, δηλώνει απογοητευμένος από την ανοχή, αν όχι στήριξη που (κατά αυτόν) προσφέρεται στους δύο κυριότερους εχθρούς του, τον Γκιουλέν και το PKK. Το εγχώριο αφήγημα –απλό και εύπεπτο– είναι πως εξωτερικές δυνάμεις θέλουν αποδυναμωμένο τον Τούρκο πρόεδρο, ώστε ο ίδιος να είναι ελεγχόμενος και η χώρα του περισσότερο ευάλωτη απέναντι σε κινδύνους. Eτσι, η αυτονόμηση από τη Δύση παρουσιάζεται ως απάντηση στο «άδειασμα» και στην αποξένωση της Τουρκίας στα καθοριστικότερα ζητήματα που άπτονται της εθνικής της ασφάλειας.
Τρίτον, η τουρκική ηγεσία καλλιεργεί (τεχνητά;) την εικόνα συμμετοχής σε συμπράξεις με αρνητικό για τη Δύση πρόσημο, είτε προσδοκώντας πως η τελευταία θα προσπαθήσει να την επαναφέρει προκειμένου να μην απεμπολήσει έναν «πολύτιμο» εταίρο, αποδυναμώνοντας ταυτόχρονα τα εις βάρος της εταιρικά σχήματα (εφόσον αυτά ισχυροποιούνται από την παρουσία της Τουρκίας) ή γιατί θεωρεί πως οι αναδυόμενες πραγματικότητες την υποχρεώνουν να αναζητήσει εναλλακτικούς προορισμούς σε οικονομία και διπλωματία.
Τέταρτον, έχοντας εκ των πραγμάτων εγκλωβιστεί στο Συριακό (λόγω της ρευστοποίησης του κουρδικού ζητήματος), προσδιορίζει την πολιτική της με σχεδόν αποκλειστικό γνώμονα την ανάσχεση του κουρδικού κινδύνου. Οπως, επίσης, μετράει φίλους στη μάχη πολιτικής επιβίωσης με στόχο την εκρίζωση του δικτύου Γκιουλέν και των λοιπών αντιπάλων τού καθεστώτος. Αισθανόμενη αυξανόμενη ανασφάλεια για την έκβαση των πολλών ανοιχτών μετώπων σε εσωτερικό και εξωτερικό εμφανίζεται αποφασισμένη να δώσει απάντηση σε όσους αποπειραθούν να δημιουργήσουν αρνητικά τετελεσμένα σε ζώνες υψηλού ενδιαφέροντος γι’ αυτή.
Ετσι, λοιπόν, οι κινήσεις της Τουρκίας στο Αιγαίο επηρεάζονται σε κάποιο βαθμό από τις εξελίξεις στη Συρία, τις ενεργειακές διεργασίες στην κυπριακή ΑΟΖ, όπως και από τον υπερβάλλοντα ζήλο στελεχών των ενόπλων δυνάμεων της γείτονος ως δείγμα της αφοσίωσής τους στο καθεστώς. Ασφαλώς, υπάρχουν και στρατηγικοί λόγοι, με κυριότερο την ποιοτικά αναβαθμισμένη αμφισβήτηση του status quo, ώστε συν τω χρόνω μέσα από μία συνεχή φθορά η Ελλάδα να συρθεί σε μία εφ’ όλης της ύλης διαπραγμάτευση από θέση αδυναμίας.
* Ο δρ Κωνσταντίνος Φίλης είναι διευθυντής Eρευνών του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων – Καθημερινή