H Ουάσινγκτον και το «ντόμινο» του συριακού ισλαμικού εξτρεμισμού
Οι αμερικάνικες επιλογές και η επέκταση της ισλαμικής τρομοκρατίας σε Μέση Ανατολή και Ευρώπη
Ο εμφύλιος της Συρίας θεωρείται μια περίπτωση διαχείρισης διεθνής κρίσης όπου οι ΗΠΑ οφείλουν να ενεργήσουν με βάση μια ρεαλιστική προσέγγιση που θα εστιάζεται στην αποτροπή της επέκτασης του ισλαμικού εξτρεμισμού προς την ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολή και την ευρωπαϊκή ήπειρο. Οι εμπειρίες σε Ιράκ, Αφγανιστάν και Λιβύη, αποτελούν αποτυχημένες περιπτώσεις του δόγματος «αλλαγής καθεστώτων». Οι στρατιωτικές επεμβάσεις είτε από τις ΗΠΑ, είτε υπό την αιγίδα του ΝΑΤΟ, που οδήγησαν σε πτώση αυταρχικών καθεστώτων δεν επέφεραν τα προσδοκώμενα αποτελέσματα, μια μετά-πολεμική σταθερότητα των χωρών.
Το Ιράκ σχεδόν έντεκα χρόνια μετά την αμερικανική εισβολή συνεχίζει να μαστίζεται από εθνοτικές συγκρούσεις και τρομοκρατικές επιθέσεις. Ο εθνικός ιρακινός στρατός που επαναστελεχώθηκε και εκπαιδεύτηκε από τους αμερικανούς δεν μπορεί να αποτρέψει τις επιθέσεις των ισλαμιστών εξτρεμιστών. Η δυτική επαρχία Ανμπάρ ελέγχεται σε μεγάλο βαθμό από σουνίτες ισλαμιστές και ο στρατός αδυνατεί να προστατέψει την πρωτεύουσα της. Την ίδια στιγμή ο εθνικός αφγανικός στρατός μάχεται εναντίον των Ταλιμπάν οι οποίοι έχουν εδώ και καιρό ανασυνταχθεί και διεξάγουν επιθέσεις κατά κυβερνητικών στόχων. Η Λιβύη έχει τα χαρακτηριστικά ενός άναρχου κράτους που προκαλεί έντονο προβληματισμό ακόμη και στα Ηνωμένα Έθνη. Ο διεθνής οργανισμός με ανακοίνωση του εξέφρασε την ανησυχία του για την πορεία της χώρας και κάλεσε όλους τους Λίβυους να υπερκεράσουν τα εθνοτικά τους συμφέροντα και να εργαστούν με όλα τα μέσα για την αποτροπή των εντάσεων που μπορεί να κάνουν τη Λιβύη να διολισθήσει στην ανομία και το χάος». Η πτώση δικτατόρων (Σαντάμ Χουσεΐν, Μουαμάρ Καντάφι) δεν οδήγησε προς μια, τέλος πάντων, δημοκρατική μετάβαση αλλά σε νέες εστίες τοπικών και περιφερειακών εθνοτικών διενέξεων.
Το «ντόμινο» του συριακού ισλαμικού εξτρεμισμού
Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Μπάρακ Ομπάμα σωστά έπραξε και απέρριψε μια αμερικανό- καθοδηγούμενη εισβολή εναντίον του Άσαντ καθώς προέβλεψε τις αποσταθεροποιητικές επιπτώσεις μια μετά- Ασαντ εποχής στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής. Η διαιώνιση του εμφυλίου εκτός από το τραγικό κόστος σε ανθρώπινες ζωές (αμάχων και παιδιών) εξελίσσεται σε μια «μαύρη τρύπα» που απειλεί να «ρουφήξει» τα γειτονικά κράτη και την ευρύτερη Μέση Ανατολή.
Η επιλογή ταύτισης συμφερόντων ΗΠΑ και Μπασάρ Άσαντ με κοινό εχθρό την Αλ- Κάιντα και την ισλαμική τρομοκρατία έχει ήδη αρχίσει να κάνει την εμφάνιση της με την μορφή άρθρων στα αμερικάνικα ΜΜΕ. Ο Ράιαν Κρόκερ πρώην αμερικανός πρέσβης σε Συρία, Ιράκ, Αφγανιστάν, υποστηρίζει ότι ο Άσαντ αποτελεί μικρότερο κακό σε σύγκριση με το να γίνει η χώρα του προπύργιο της Αλ Κάιντα και για αυτό οι ΗΠΑ θα πρέπει να συμβιβαστούν με ένα μέλλον που θα περιλαμβάνει και το σύριο πρόεδρο. Η διάχυση (spillover) του ισλαμικού εξτρεμισμού στην ευρύτερη περιοχή έχει ανησυχήσει ιδιαίτερα και τον επικεφαλή της αμερικάνικης Director of National Intelligence Τζέιμς Κλάπερ ο οποίος προέβλεψε για τη Συρία ενώπιον της Επιτροπής Πληροφοριών της Γερουσίας ότι «η πολιτική αβεβαιότητα και η βία πιθανώς να αυξηθούν στην περιοχή μέσα στο 2014… (και ότι ο εμφύλιος) έχει δώσει ευκαιρίες στις εξτρεμιστικές ισλαμικές οργανώσεις να ελέγξουν άνομες περιοχές από όπου θα επιχειρήσουν να αποσταθεροποιήσουν νέες κυβερνήσεις και να προετοιμάσουν επιθέσεις εναντίον Δυτικών συμφερόντων». Η συνέχιση του εμφυλίου πολέμου, το μεγάλο κύμα προσφύγων και η επέκταση των άνομων περιοχών διευκολύνουν τον πολλαπλασιασμό των ισλαμικών εξτρεμιστικών οργανώσεων. Ο Κλάπερ, επιπλέον, διαπιστώνει σύμφωνα με τους The New York Times oτι ο πρόεδρος Άσαντ κατάφερε να ενισχύσει την εξουσία του κατά το 2013 και ότι επωφελήθηκε από τη συμφωνία με Ρωσία και ΗΠΑ για την καταστροφή του χημικού οπλοστασίου του.
Οι ΗΠΑ γνωρίζουν από πρώτο χέρι το τι εστί ισλαμική τρομοκρατία σε εσωτερικό και εξωτερικό επίπεδο και το ίδιο έχουν βιώσει με τις τρομοκρατικές επιθέσεις τόσο η Μεγάλη Βρετανία όσο και η Ισπανία. Το έγκριτο βρετανικό περιοδικό Jane’s Intelligence Review αναφέρεται στην τρομοκρατική απειλή που εγείρει ο πόλεμος της Συρίας για τη «Γηραιά Ήπειρο» επισημαίνοντας ότι: (α) ο αυξανόμενος αριθμός των ευρωπαίων πολιτών που ταξιδεύουν για να πολεμήσουν στο πλευρό των ισλαμικών εξτρεμιστικών ομάδων στο συριακό εμφύλιο ενισχύει την τρομοκρατική απειλή εντός της ευρωπαϊκής ηπείρου όταν επιστρέψουν στις χώρες τους, (β) οι ευρωπαίοι ισλαμιστές μαχητές της Συρίας συνθέτουν ένα ευρύ φάσμα εθνικοτήτων και ο κίνδυνος της τρομοκρατίας φαίνεται να απειλεί περισσότερο τα Βαλκάνια, το Βέλγιο και τη Μεγάλη Βρετανία και (γ) ο κίνδυνος των επιθέσεων από εξτρεμιστές ισλαμιστές μαχητές σε ευρωπαϊκές χώρες αναμένεται αυξηθεί καθώς θα συνεχίζεται ο συριακός εμφύλιος.
Οι επιλογές της Ουάσινγκτον στο συριακό εμφύλιο
Η μονή συνετή επιλογή της Ουάσιγκτον είναι να συνεργαστεί σε διεθνές επίπεδο με όλους όσους επιδιώκουν την καταπολέμηση και την εξάρθρωση του ισλαμικού εξτρεμισμού. Οι ΗΠΑ πρέπει να επικεντρωθούν σε μια στρατηγική τερματισμού του εμφύλιου πόλεμου και στη δημιουργία περιφερειακών συμμαχιών που θα έχουν στόχο τα ισλαμικά τρομοκρατικά δίκτυα της αλ-Κάιντα . Ο πρόεδρος Άσαντ συμπεριλαμβάνεται αναγκαστικά μέσα σε μια τέτοιου είδους συμμαχία καθώς φαίνεται εξαιρετικά δύσκολο να υπάρξει μια μεταβατική περίοδο στη Συρία χωρίς αυτόν.
Το καθεστώς των Αλαουιτών της Δαμασκού, πολύ δύσκολα μπορεί να ανατραπεί. Οι κυβερνητικές δυνάμεις διατηρούν, σύμφωνα με το αμερικάνικο ινστιτούτο Stratfor το έδαφος τους στη Δαμασκό και επανακτούν σταδιακά περιοχές των προαστίων της. Η Δαμασκό υποστηρίζεται και από τη λιβανέζικη μουσουλμανική οργάνωση Χεζμπολάχ που επιδιώκει με κάθε τρόπο να διασφαλίσει ότι ο Άσαντ θα διατηρηθεί στην εξουσία, υπερασπίζοντας την οδική γραμμή που μέσω της κοιλάδας Μπέκαα συνδέει τη Δαμασκό με την ακτή του Λιβάνου καθώς και τη διαδρομή από την Κοιλάδα του Ορόντη Ποταμού προς την αλαουίτικη συριακή ακτή.
H αμερικάνικη κυβέρνηση θα πρέπει να εξετάσει, σύμφωνα με ανάλυση του Al –Monitor, τις ακόλουθες τρεις επιλογές για να μπορέσει να προσεγγίσει αποτελεσματικά τη συριακή κρίση και να αντιμετωπίσει την απειλή της Αλ-Κάιντα και των συνεργαζόμενων με αυτήν οργανώσεων της ευρύτερης Μέσης Ανατολής: (α) να κατανοήσει ότι είναι πλέον καιρός να γίνει και το Ιράν κοινωνός στο πως θα επιλυθεί η κρίση της Συρίας. ΗΠΑ και Ιράν μοιράζονται ένα κοινό εχθρό, τη δράση της Αλ – Κάιντα , σε Ιράκ, Συρία και Αφγανιστάν, β) να ενθαρρύνει την Τουρκία και τη Σαουδική Αραβία να «ρίξουν γέφυρες» προς το Ιράν για τη Συρία . Η Τουρκία οφείλει να επανεξετάσει την πολιτική της απέναντι στη Δαμασκό λαμβάνοντας υπόψη την απειλής της ισλαμικής τρομοκρατίας στην οποία είναι ιδιαίτερη επιρρεπής εξαιτίας του ότι έχει κοινά σύνορα με τη Συρία και (γ) να καταλάβει ότι η αποχώρηση του Άσαντ από την εξουσία θα πρέπει να αναδιατυπωθεί ως προτίμηση και όχι ως απαίτηση.
Οι επιλογές των ΗΠΑ πρέπει να συμπεριλαμβάνουν και τον άμεσο τερματισμό του «proxy war» (πόλεμος δι’ αντιπροσώπων) που διεξάγεται στο συριακό έδαφος μεταξύ του σιίτικου Ιράν και της σουνίτικης Σαουδικής Αραβίας. Τα συμφέροντα της Ουάσινγκτον στη Μέση Ανατολή υπαγορεύουν τη συγκριμένη στιγμή σύμφωνα με αναλυτές τη διατήρηση και την προώθηση των διαπραγματεύσεων με τον Ιράν, που θεωρείται η μόνη περιφερειακή δύναμη που μπορεί να επηρεάσει τις ισορροπίες μέσα στη Δαμασκό. Η επίλυση της συριακής κρίσης συνδέεται και σε ένα βαθμό με την έκβαση επαναπροσέγγισης των αμερικανό-ιρανικών σχέσεων. Η Τεχεράνη στενός σύμμαχος της Δαμασκού διαθέτει περιθώρια ελιγμών και έχει τη δυνατότητα να επηρεάσει τον Άσαντ για βρεθεί μια πολιτική λύση καθώς και να χαλιναγωγήσει και τις δραστηριότητες της λιβανέζικης μουσουλμανικής οργάνωσης Χεζμπολάχ. Παράλληλα η Ουάσινγκτον θα πρέπει να διαχειριστεί και τις προβληματικές της σχέσεις με τη Σαουδική Αραβία που έχει αποστασιοποιηθεί από την αμερικάνικη πολιτική προς τη Συρία καθώς υποστηρίζει τη συριακή αντιπολίτευση και εξοπλίζει τους σουνίτες μαχητές της. Η Σαουδική Αραβία ετοιμάζεται, σύμφωνα με το Al – Monitor, να δημιουργήσει μέσα στο 2014 και μια στρατιωτική δύναμη όπου θα έχει αποστολή την αποτροπή των ιρανικών δραστηριοτήτων μέσα στο συριακό έδαφος και την παροχή βοήθειας στους σύριους αντάρτες. Η στρατιωτική διοίκηση θα έχει την έδρα της μέσα στο Ριάντ και η Στρατιωτική Δύναμη του Κόλπου θα διαθέτει 100.000 στρατιώτες, από τους οποίους η Σαουδική Αραβία θα διαθέσει 50.000 – 75.000. Ο κύριος στόχος της νέας στρατιωτικής δύναμης θα είναι να επηρεάσει τη διαμόρφωση των πολιτικών, οικονομικών και στρατηγικών ισορροπιών στην περιοχή της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής (ΜΕΝΑ).
Συμπεράσματα
Η κυβέρνηση του Μπάρακ Ομπάμα πρέπει να λάβει δράση μέσα στο πλαίσιο των προαναφερόμενων επιλόγων που αναφέραμε για να αποτρέψει την εξάπλωση του ισλαμικού εξτρεμισμού στη Μέση Ανατολή και στην Ευρώπη. ΟΙ ΗΠΑ πρέπει να υιοθετήσουν μια Μακιαβελική προσέγγιση και να μην αναλώνονται σε καταδικασμένες εκ των προτέρων διπλωματικές προσπάθειες επίλυσης της κρίσης. Επιδιώκουν ατυχώς να ισορροπήσουν μεταξύ των φιλελεύθερων αξιών τους και των γεωπολιτικών συμφερόντων τους που υπαγορεύουν την εξάρθρωση του ισλαμικού φονταμενταλισμού. Ο Νικόλα Μακιαβέλι γράφει στον Ηγεμόνα ότι «δεν πρέπει να αφήνεις να χρονίζει ένα πρόβλημα προκειμένου να αποφύγεις έναν πόλεμο, γιατί, έτσι, ούτε τον πόλεμο τελικά θα αποφύγεις και το πρόβλημα θα σε έχει αποδυναμώσει, μέχρι να φτάσει η ώρα που θα ξεκινήσει η σύγκρουση». Η συνεργασία με τον ίδιο τον «διάβολο» τον Μπασάρ Άσαντ, αποτελεί μια ρεαλιστική επιλογή την παρούσα στιγμή. Ήδη διάφορα άρθρα γνώμης σε αμερικάνικες εφημερίδες καλλιεργούν τη συγκεκριμένη προοπτική θέτοντας το δίλλημα: καθεστώς Άσαντ ή ισλαμικός εξτρεμισμός και Αλ- Κάιντα.
Ο πρόεδρος Άσαντ έχει παίξει, σύμφωνα με τον Economist, με κάποια δεξιότητα τα πολιτικά «χαρτιά» του. Η συμφωνία με Ρωσία – ΗΠΑ για την απομάκρυνση του χημικού οπλοστασίου, του επέτρεψαν να παρουσιάσει την κυβέρνησή του ως βασικό εταίρο στον εγχείρημα και να αποσπάσει μια διεθνή νομιμότητα . Ο Εμίλ Χοκαγιέμ αναλυτής του International Institute For Strategic Studies στο Λονδίνο, εκτιμάει ότι η στρατηγική του Άσαντ που απεικονίζει τους αντάρτες ως τζιχαντιστές τρομοκράτες που απειλούν τόσο την ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής όσο και τη Δύση, αποδίδει και ότι θα επιδιώξει να δείξει: ότι αποτελεί το μόνο προπύργιο, την τελευταία γραμμή μετώπου, εναντίον της Αλ – Κάιντα και ότι έχει τη δυνατότητα να προσφέρει σημαντικές πληροφορίες στη Δύση για να περιορίσει την ισλαμική τρομοκρατική απειλή.
Δημοσιεύτηκε στην Άμυνα &Διπλωματία στο Τεύχος 270, Μάρτιος 2014