Γιορτάζουν στα Σκόπια την ημέρα ανεξαρτησίας τους – Φοβόταν επέμβαση της Ελλάδας Μιλόσεβιτς και Γκλιγκόροφ
Εορταστικές εκδηλώσεις στην γειτονική χώρα η οποία γιορτάζει την ανεξαρτησία της με το νέο της πλέον Συνταγματικό όνομα, Βόρεια Μακεδονία.
Με απόφαση της Συνέλευσης, στις 8 Σεπτεμβρίου 1991 διεξήχθη δημοψήφισμα με το ερώτημα της έγκρισης ενός «κυρίαρχου και ανεξάρτητου κράτους της «Μακεδονίας» με το δικαίωμα να εισέλθει σε μια ένωση των κυρίαρχων κρατών της Γιουγκοσλαβίας.»
Το δημοψήφισμα, το οποίο χαρακτηρίστηκε από την αποχή των Αλβανών, ήταν θετικό με πολύ μεγάλη πλειοψηφία (96,4%) σε σύνολο 1.130.000 ψηφοφόρων. Με βάση τα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος η Συνέλευση στις 17 Νοεμβρίου 1991 ανακηρύσσει το Σύνταγμα της χώρας ως την ανώτατη κρατικο-νομική πράξη του κράτους, ολοκληρώνοντας έτσι διαδικασία της απόσχισης από τη Γιουγκοσλαβία και τη δημιουργία ξεχωριστού κράτους.
Το Βελιγράδι συνεργάστηκε και απέσυρε όλες τις ομοσπονδιακές γιουγκοσλαβικές δυνάμεις από τη χώρα και η απόσχιση ήταν ειρηνική και αναίμακτη. Όμως ο ηγέτης των Σέρβων φοβόταν την αντίδραση της Ελλάδας σε μια περίοδο που βασιζόταν όχι τόσο στην στήριξη της, αλλά στην ουδετερότητα της.
Οι επόμενες ημέρες μετά το δημοψήφισμα
«Τι το θέλατε αυτό, ποιος θα φυλάει τα σύνορά σας, εσείς δεν έχετε στρατό, δεν έχετε συναλλαγματικά αποθέματα, δεν έχετε νόμισμα, πού πάτε, πώς θα επιβιώσετε;».
Αυτά ήταν τα λόγια του Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς σε συνάντηση που είχε με τον Κίρο Γκλιγκόροφ στην Αχρίδα, λίγες ημέρες μετά το δημοψήφισμα της 8ης Σεπτεμβρίου,
Ο πόλεμος είχε αρχίσει, Κροατία και Σλοβενία είχαν αποσχισθεί ήδη, η Βοσνία-Ερζεγοβίνη ετοιμαζόταν να κάνει το ίδιο και τώρα οι Σέρβοι έχαναν και τους αδερφούς και συγκάτοικους του Νότου.
Θα το ανεχόταν αυτό ο σερβικός παράγοντας και πώς θα τους επέτρεπε ο πανίσχυρος τότε Μιλόσεβιτς να φύγουν;
Οι φόβοι του Γκλιγκόροφ, προέδρου ήδη της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας (ΠΓΔΜ) εντάθηκαν, όταν στις 27 Δεκεμβρίου του τηλεφώνησε ο Μιλόσεβιτς και του ζήτησε να συναντηθούν στην Αχρίδα για να συζητήσουν «για τις σχέσεις και το μέλλον της περιοχής». Πήρε μαζί του και τον Βασίλι Τοπουρκόφσκι, εκπρόσωπο των Σκοπίων στο συλλογικό προεδρείο της ημιθανούς ομοσπονδίας.
«Η συνάντηση έγινε στις 6 Ιανουαρίου του 1992 και ο Μιλόσεβιτς ήρθε συνοδευόμενος από το μέλος του συλλογικού προεδρείου Μπόρισλαβ Γιόβιτς και τον υπουργό Εξωτερικών Βλάντο Γιοβάνοβιτς», είχε αφηγηθεί στην “Καθημερινή” ο Τοπουρκόφσκι.
«Το κλίμα ήταν βαρύ και οι Σέρβοι μάς το δήλωσαν ανοιχτά ότι ήταν απογοητευμένοι, δεν πίστευαν ότι εμείς θα αποκοβόμασταν και θα κάναμε δικό μας κράτος. Μίλησε πρώτος ο Γιόβιτς, ο οποίος μάς προειδοποίησε ότι αν δεν ενταχθούμε σε μια συνομοσπονδία των «4» (Σερβία, Μαυροβούνιο, Βοσνία, «Μακεδονία») θα ξεσπάσει στη Βοσνία φοβερός πόλεμος.
Εμείς όμως είχαμε διενεργήσει το δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία και αυτό τους το υπενθύμισα, ενώ ο Γκλιγκόροφ τους είπε πως οι Σέρβοι πρέπει να κατανοήσουν το δικαίωμα του λαού μας να αποκτήσει το δικό του κράτος.
«Και πώς θα τα βρείτε με τους Ελληνες και τους Βουλγάρους» πετάχτηκε σε κάποια στιγμή ο Μιλόσεβιτς, και ο Γκλιγκόροφ του απάντησε ότι δεν είναι στις προθέσεις μας η αλλαγή συνόρων, ούτε η «Μεγάλη Μακεδονία» κ. ά. Η συζήτηση ήταν τεταμένη και μπρος στην επιμονή μας ο Μιλόσεβιτς μας είπε: Ωραία, λοιπόν, αδέρφια, σας εύχομαι κάθε επιτυχία στον δρόμο για την ανεξαρτησία και σας βεβαιώνω ότι η Σερβία δεν θα λάβει κανένα μέτρο κατά της χώρας σας. Μην ξεχνάτε όμως ότι θα είμαστε πάντα στρατηγικοί εταίροι σε δύο πράγματα: στην οικονομία και -στο πιο σημαντικό- στο αλβανικό ζήτημα.
Η συνάντηση ήταν πολύ σύντομη, 45 λεπτά και δεν έμειναν ούτε για φαγητό. Εφυγαν αμέσως θυμωμένοι, ενώ είχε προγραμματιστεί να μείνουν δυο μέρες».
Στην ερώτηση της «Καθημερινής» για το πώς εξηγεί τη χαλαρή αντίδραση του Μιλόσεβιτς, ο Τοπουρκόφσκι υποστήριξε: «Οι πόλεμοι στην Κροατία και στη Βοσνία έγιναν γιατί υπήρχε μεγάλη παρουσία σερβικού πληθυσμού. Σ’ εμάς υπήρχε 1,5-2%. Δεν είχαμε ιστορικό συγκρούσεων στη σύγχρονη Γιουγκοσλαβία. Κατά δεύτερον, πολιτικά η χώρα μου ήταν πάντα συνδεδεμένη με τη Σερβία. Ηταν πολύ πιο κοντά με τη Σερβία».
Απαλλαγμένη από το άγχος των Σέρβων, η πολιτική ηγεσία των Σκοπίων ανέμενε τώρα τις αντιδράσεις της ελληνικής πλευράς.
Μέχρι την ψυχρολουσία της 8ης Σεπτεμβρίου, η ελληνική κοινή γνώμη αγνοούσε την ύπαρξη μιας ιστορικά «παγωμένης διένεξης» στα βόρεια σύνορά της, βυθισμένη στην άγνοια της προβαλλόμενης από την πολιτική και πνευματική της ελίτ επί δεκαετίες θεωρίας περί «ανύπαρκτου μακεδονικού».
Το έδαφος, επομένως, ήταν πρόσφορο για την καλλιέργεια κλίματος εθνικής έπαρσης και στο αφρίζον κύμα του πατριωτισμού επέπλευσαν στόχοι που κρίνοντας εκ του αποτελέσματος κράτησαν την πληγή ανοιχτή αντί να την κλείσουν αμέσως, τις μέρες εκείνες, όταν οι συνθήκες ήταν ευνοϊκές για την Ελλάδα και δυσμενείς για τους γείτονες.
«… Αυτές τις μέρες ανησυχούσαμε για την ασφάλειά μας και οι δυνατότητές μας για άμυνα ήταν όχι μόνο περιορισμένες αλλά ανύπαρκτες», αναφέρει ο Γκλιγκόροφ στα απομνημονεύματά του με αφορμή την παραβίαση στις 4 Δεκεμβρίου του 1991, του εναέριου χώρου της χώρας του από ελληνικό πολεμικό αεροπλάνο που όπως υποστηρίζει πέταξε πάνω από το Μοναστήρι.
«Ο Γιουγκοσλαβικός Στρατός βρισκόταν ακόμη στη χώρα μας, αλλά ήταν προφανές, τουλάχιστον από την πολιτική που ακολουθούσε το Βελιγράδι, ότι δεν επρόκειτο να προστατεύσει την ανεξαρτησία του νεοσύστατου κράτους. Γι’ αυτό τον λόγο αποφάσισα, σε μια συνάντηση με τον απεσταλμένο του ΟΗΕ Σάιρους Βανς στη λεγόμενη βίλα του Ντετινιέ, να υποστηρίξω για πρώτη φορά την πρωτοβουλία πιθανής αποστολής ειρηνευτικών δυνάμεων του ΟΗΕ στα σύνορά μας».