Γίγαντας με πήλινα πόδια η τουρκική οικονομία
Η τουρκική οικονομία αναπτύχθηκε πιο γρήγορα από την οικονομία των άλλων κρατών-μελών του G20 το 2017, σε μεγάλο βαθμό χάρη στην αύξηση της κατανάλωσης τόσο του δημόσιου όσο και του ιδιωτικού τομέα, αλλά και χάρη στην ανάκαμψη της παγκόσμιας οικονομίας. Ωστόσο, πληθαίνουν τα σημάδια ότι η ισχυρή ανάπτυξη έχει σαθρές βάσεις και δεν είναι αποτέλεσμα βιώσιμης οικονομικής στρατηγικής.
Το ΔΝΤ είχε προειδοποιήσει τον Φεβρουάριο ότι η τουρκική οικονομία εμφανίζει σημάδια υπερθέρμανσης και πως το γεγονός ότι το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών της Τουρκίας είναι το υψηλότερο μεταξύ του G20 σημαίνει ότι η οικονομία εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την προθυμία ξένων επενδυτών να χρηματοδοτούν τη χώρα και τις εταιρείες της. Η τουρκική οικονομία αναπτύχθηκε το 2017 με ρυθμό 7,4%, ενώ η ιδιωτική κατανάλωση αυξήθηκε κατά 6,1% και οι δημόσιες δαπάνες κατά 5%. Το πρόβλημα για την Αγκυρα και τις τουρκικές εταιρείες είναι ότι τώρα πρέπει να πληρώσουν και τον λογαριασμό.
Σύμφωνα με το Bloomberg, το χρέος των τουρκικών εταιρειών σε ξένο νόμισμα έχει διπλασιαστεί από το 2009 και μετά, και πλέον ανέρχεται στο 40% του ΑΕΠ. Σε αυτό το διάστημα η τουρκική λίρα έχει χάσει περισσότερη από τη μισή αξία της έναντι του ευρώ και του δολαρίου, γεγονός που σημαίνει πως έχει αυξηθεί το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους σε αυτά τα νομίσματα.
Στα τέλη του 2017, το χρέος σε ξένο νόμισμα που έχουν αναλάβει τουρκικές εταιρείες αυξήθηκε στο επίπεδο ρεκόρ των 328 δισ. δολαρίων. Το πόσο μεγάλη είναι η επιβάρυνση για τις τουρκικές εταιρείες φαίνεται από την περίπτωση της Yildiz Holding, που αναμένεται να ανακοινώσει σήμερα δάνεια ονομαστικού ύψους 7 δισ. δολαρίων, με πολλούς αναλυτές να υποστηρίζουν πως αν επιτευχθεί η συμφωνία, είναι πιθανό να ανοίξει ο δρόμος και για άλλες παρόμοιες.
Ο Φίνιξ Κάλεν, αναλυτής αναδυόμενων αγορών στη Societe Generale στο Λονδίνο, δήλωσε στο Bloomberg πως είναι πιθανόν «η κερδοφορία των τουρκικών εταιρειών να δεχθεί και άλλη πίεση, καθώς συνεχίζεται η υποτίμηση της τουρκικής λίρας.
Ο Τούρκος αναπληρωτής πρωθυπουργός Μεχμέτ Σιμσέκ υποστηρίζει ότι η υποτίμηση της τουρκικής λίρας καθιστά πιο ανταγωνιστικές τις εξαγωγές της. Αλλά αυτή δεν είναι ολόκληρη η αλήθεια. Μπορεί οι τουρκικές εξαγωγές να αυξήθηκαν με ρυθμό 9,3% τo 2017, αλλά οι εισαγωγές αυξήθηκαν με ρυθμό 22,7%.
Η συνέπεια είναι το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών της Τουρκίας να διαμορφωθεί στο 5,2% το 2017 και προβλέπεται να αυξηθεί στο 5,3% το 2018, σύμφωνα με στοιχεία του Bloomberg. Στην τελευταία του έκθεση (Φεβρουάριο) για την κατάσταση της τουρκικής οικονομίας, το ΔΝΤ προειδοποιεί πως αυτό το έλλειμμα καθιστά ολοένα και πιο ευάλωτη την Τουρκία, καθώς η αμερικανική Fed αυξάνει σταθερά τα επιτόκια δανεισμού, ενώ και η ΕΚΤ αναμένεται να ακολουθήσει τον ίδιο δρόμο πιθανώς το τρίτο τρίμηνο του 2019.
Σύμφωνα με το ΔΝΤ, στις απειλές που αντιμετωπίζει η τουρκική οικονομία «περιλαμβάνονται οι μεγάλες ανάγκες εξωτερικής χρηματοδότησης, τα περιορισμένα συναλλαγματικά αποθέματα, η όλο και αυξανόμενη εξάρτηση από βραχυπρόθεσμες κεφαλαιακές ροές και η έκθεση των εταιρειών στο συναλλαγματικό ρίσκο».
Χειραγώγηση τραπέζης
Ενα ακόμα σημαντικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει η Τουρκία είναι η μη ανεξαρτησία, ή τουλάχιστον η περιορισμένη ανεξαρτησία, της κεντρικής της τράπεζας, που δέχεται τακτικά βολές από τον Ερντογάν, ώστε να μειώσει τα επιτόκια δανεισμού. Στις αρχές Φεβρουαρίου είχε σημειωθεί ένα ακόμα τέτοιο επεισόδιο, όταν ο Ερντογάν είχε συναντήσει τον Μουράτ Τσετίνκαγια, κεντρικό τραπεζίτη της Τουρκίας, για να συζητήσουν «τη μείωση των επιτοκίων δανεισμού και την ενθάρρυνση επενδύσεων», όπως είχε δηλώσει ο προεδρικός σύμβουλος Τσεμίλ Ερντέμ. «Αν υιοθετήσεις τις απαιτούμενες μεταρρυθμίσεις, αν υιοθετήσεις μεταρρυθμίσεις στην παραγωγή… αν δημιουργήσεις νέες πηγές για το τραπεζικό σύστημα, (τότε) θα υποχωρήσουν τα επιτόκια δανεισμού. Πήραν αποφάσεις (κατά τη διάρκεια της συνάντησης) ώστε να υιοθετήσουν αυτές τις μεταρρυθμίσεις», είχε δηλώσει ο Ερντέμ στο τουρκικό τηλεοπτικό δίκτυο TRT. Αυτού του είδους η εξόφθαλμη χειραγώγηση πλήττει την εικόνα της κεντρικής τράπεζας και δικαιολογημένα οι επενδυτές αμφιβάλλουν κατά πόσον θα εφαρμόσει την κατάλληλη νομισματική πολιτική. Παρ’ όλα αυτά, ο Τσετίνκαγια αύξησε τα επιτόκια κατά σχεδόν 5% το 2017.
Έντυπη Καθημερινή