Γερμανός υπουργός Οικονομικών: Οι επιχειρήσεις να πληρώνουν τα τεστ, δεν φτάνουν τα χρήματα
Μέχρι πρότινος όλα έδειχναν ότι το λόκ-νταουν στη Γερμανία ήταν αποτελεσματικό. Κύριο κριτήριο των επιδημιολόγων ήταν ο «δείκτης των επτά ημερών» δηλαδή το ερώτημα, εάν καταγράφονται λιγότερα από 50 νέα κρούσματα ανά 100.000 κατοίκους και αυτό επί επτά συνεχείς ημέρες.
Ενώ τα Χριστούγεννα ο δείκτης είχε φτάσει στην τιμή 197, στα μέσα Φεβρουαρίου κυμαινόταν γύρω στο 60. Όμως τις τελευταίες ημέρες ο αριθμός των νέων κρουσμάτων αυξάνεται και πάλι. Σύμπτωση ή ένδειξη για ένα νέο και ίσως πιο απειλητικό τρίτο κύμα της πανδημίας; Την Τετάρτη η καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ και οι πρωθυπουργοί των κρατιδίων συναντώνται και πάλι σε μία προσπάθεια να συντονίσουν τη δράση τους και ίσως να συμφωνήσουν σε κάποια μέτρα χαλάρωσης. Αλλά ποια ακριβώς;
Μιλώντας στη Γερμανική Ραδιοφωνία (DLF) ο υπουργός Οικονομικών και αντικαγκελάριος Όλαφ Σολτς δεν θέλει να προχωρήσει σε συγκεκριμένες εξαγγελίες: «Είναι προφανές ότι πρέπει να είμαστε προσεκτικοί.
Υπάρχει ελπίδα καθώς προχωρούν οι εμβολιασμοί, προσδοκούμε ότι κάποια στιγμή το καλοκαίρι θα μπορούμε να απολαμβάνουμε τη μπύρα μας έξω, αλλά για να γίνει αυτό πρέπει να προχωρήσει και η καμπάνια για τον εμβολιασμό. Η δική μου ανησυχία είναι ότι θα έρθει η ώρα που θα διαθέτουμε περισσότερα εμβόλια απ’ όσα έχουμε σήμερα, αλλά και πάλι δεν θα προχωρούν οι εμβολιασμοί, χρειάζεται πολύ καλή προετοιμασία. Από κει και πέρα πρέπει να δούμε συγκεκριμένα ποια στρατηγική μπορούμε να εφαρμόσουμε για το άνοιγμα επιχειρήσεων. Είναι κάτι που θα συζητήσουμε την προσεχή Τετάρτη». Σε παλαιότερη συνέντευξή του ο Όλαφ Σολτς είχε αναδείξει την προτεραιότητα των εμβολιασμών.
«Δεν έχει νόημα να ανοίξουμε και να ξανακλείσουμε»
Εκεί που όλοι φαίνεται να συμφωνούν είναι ότι, πρώτον, ο αριθμός των νέων κρουσμάτων ανά 100.000 κατοίκους δεν αποτελεί πλέον αποκλειστικό κριτήριο και, δεύτερον, ότι όσο περισσότερα τεστ γίνονται τόσο θα περιορίζεται το λόκ-νταουν. Ο Όλαφ Σολτς υπενθυμίζει ότι ήδη έχει επιτραπεί κάποια χαλάρωση του λόκ-νταουν, καθώς άνοιξαν σχολεία και νηπιαγωγεία, ενώ αυτές τις μέρες ανοίγουν κουρεία και κομμωτήρια. Τι θα γίνει όμως με το λιανικό εμπόριο και την εστίαση; «Γνωρίζουμε ότι οι επιχειρήσεις αυτές βρίσκονται σε δυσμενή θέση και από την πλευρά τους είναι λογικό να θέλουν να ανοίξουν και πάλι. Αλλά δεν έχει νόημα να ανοίξουμε τα καταστήματα και μετά από λίγο να τα ξανακλείσουμε. Γι αυτό λέω ότι, αντί για γενικότητες, χρειαζόμαστε συγκεκριμένες δεσμεύσεις, οι οποίες όμως πρέπει προηγουμένως να συζητηθούν ανάμεσα στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση και τα ομόσπονδα κρατίδια».
Ο αντικαγκελάριος Σολτς επισημαίνει ότι παράλληλα με τους εμβολιασμούς θα πρέπει να αυξηθούν και τα καθημερινά τεστ για τον κορωνοϊό. Προ ημερών οι γερμανικές αρχές ενέκριναν το πρώτο αυτοδιαγνωστικό τεστ και έπεται συνέχεια. Μόνο που το κάθε τεστ τιμάται 18 ευρώ και αναπόφευκτα τίθεται το ερώτημα ποιος θα πληρώσει τον λογαριασμό. «Θα το έβλεπα πολύ θετικά, εάν οι επιχειρήσεις έπαιρναν την πρωτοβουλία να κάνουν τεστ στους εργαζόμενους που απασχολούν» λέει ο αντικαγκελάριος. «Πρέπει να δούμε ποιες άλλες δυνατότητες έχουμε για επιπλέον τεστ, για παράδειγμα σε ιατρεία και φαρμακεία. Ξέρω ότι ορισμένα κρατίδια προετοιμάζονται να διεξάγουν τεστ σε συνεργασία με εθελοντές πυροσβέστες. Όλα αυτά τα στοιχεία πρέπει να συμπτυχθούν σε μία ενιαία στρατηγική, η οποία να μπορεί πράγματι να υλοποιηθεί».
Δεν φτάνουν τα έσοδα
Για τον υπουργό Οικονομικών τίθεται ένα ακόμη σημαντικό ερώτημα: Για το 2021 το «φρένο του χρέους» έχει ανασταλεί, ο νέος δανεισμός φτάνει στο ποσό-ρεκόρ των 180 δισεκατομμυρίων ευρώ, αλλά και πάλι υπάρχει σοβαρό ενδεχόμενο τα χρήματα αυτά να μην επαρκούν μέχρι το τέλος του έτους. Θα χρειαστεί να καταφύγουμε σε συμπληρωματικό προϋπολογισμό; Ο Όλαφ Σολτς δεν αρνείται κατηγορηματικά αυτό το ενδεχόμενο, αλλά επισημαίνει ότι όλα θα εξαρτηθούν από τα επόμενα βήματα στο μέτωπο της πανδημίας και, ως άλλος Μάριο Ντράγκι, ξεκαθαρίζει: «Για μένα ένα είναι βέβαιο, ότι θα κάνουμε ό,τι είναι απαραίτητο. Αυτό είναι το αισιόδοξο μήνυμα για την οικονομία, για τους εργαζόμενους και φυσικά για τους πολίτες που ανησυχούν για την υγεία τους. Ό,τι χρειαστεί, θα το κάνουμε».