Η επομένη μέρα της κρίσης της Ουκρανίας
Οι κερδισμένοι, οι χαμένοι και η νέα ισορροπία δυνάμεων
H απόσχιση της Κριμαίας αποτελεί ένα case study διαχείρισης κρίσεων όπου οι κινήσεις των άμεσων εμπλεκόμενων πλευρών, της Ρωσίας και της Ουκρανίας, αλλά και των έμμεσων Ευρωπαϊκής Ένωσης και των ΗΠΑ εντάσσονται μέσα σε ένα «γεωπολιτικό παιχνίδι» που αναμφίβολα έχει χαμένους και κερδισμένους. Ο πρόεδρος της Ρωσίας Βλαντιμίρ Πούτιν αντέδρασε αστραπιαία για να διασφαλίσει τα ρωσικά γεωπολιτικά συμφέροντα στην Κριμαία από τη στιγμή που εκδιώχθηκε από την εξουσία ο φιλορώσος πρόεδρος της Ουκρανίας Βίκτωρ Γιανουκόβιτς. Στη συνέχεια μετά το δημοψήφισμα που έγινε στην Κριμαία (το 96,77% ψήφισε για προσχώρηση στη Ρωσία) την αναγνώρισε με προεδρικό διάταγμα ως «κυρίαρχο και ανεξάρτητο κράτος», μια επιλογή που αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο προσάρτησης στη Ρωσική Ομοσπονδία.
Η μεταβατική κυβέρνηση του Κίεβου από την πλευρά της αποδείχτηκε ανίσχυρη να επηρεάσει τις εξελίξεις και έχασε οριστικά την Κριμαία . Το φίλο-δυτικό Κίεβο καλείται πλέον να ανταποκριθεί στις μεγάλες εσωτερικές προκλήσεις, όπως να κρατήσει την υπόλοιπη χώρα ενωμένη και να αντιμετωπίσει τα σοβαρότατα οικονομικά προβλήματα. Οι ΗΠΑ και η Ευρωπαϊκή Ένωση, έμμεσοι δρώντες, που υποστηρίζουν τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της Ουκρανίας, έχουν καταδικάσει τις κινήσεις της Ρωσίας και παρακολουθούν στενά τις εξελίξεις. Ουάσινγκτον και Βρυξέλλες έδειξαν να διαθέτουν περιορισμένα περιθώρια αντίδρασης και επέβαλλαν κάποιες κυρώσεις σε βάρος ρώσων αξιωματούχων, αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο κλιμάκωσής τους, ανάλογα με τη στάση του Κρεμλίνου.
Η ρεαλιστική προσέγγιση της Μόσχας
Οι κινήσεις του Βλαντιμίρ Πούτιν πάνω στη «γεωπολιτική σκακιέρα» της Ουκρανίας εμπίπτουν στη ρεαλιστική προσέγγιση άσκησης εξωτερικής πολιτικής, όταν κρίνει ότι απειλούνται άμεσα η εθνική ασφάλεια και τα γεωπολιτικά συμφέροντα της χώρας του. Η Ουκρανία έχει ύψιστη σημασίας στρατηγική θέση για τη Ρωσία και η απώλεια της, δηλαδή η ένταξη της μέσα στο ευρωπαϊκό στρατόπεδο και τις ευρώ- αντλαντικές δομές θα είναι καταστρεπτική. Ο Βλαντιμίρ Πούτιν σε καμία περίπτωση δεν θα ανέχονταν να χάσει μια «μάχη» σε μια περιοχή που θεωρεί ότι ανήκει στην παραδοσιακή ρωσική σφαίρα επιρροής.
Ο Ζμπίγκνιου Μπρζεζίνσκι στο βιβλίο του «Η Μεγάλη Σκακιέρα» γράφει ότι «η Ρωσία χωρίς την Ουκρανία παύει να είναι ευρασιατική αυτοκρατορία … θα γίνονταν ένα ασιατικό αυτοκρατορικό κράτος, το οποίο θα συρόταν πολύ πιθανόν σε συγκρούσεις που θα το αποδυνάμωναν με αφυπνισμένους Κεντροασιάτες … αν η Μόσχα ανακτήσει τον έλεγχο της Ουκρανίας … τους σημαντικούς πλουτοπαραγωγικούς πόρους και την πρόσβαση στη Μαύρη Θάλασσα, η Ρωσία θα ανακτήσει αυτόματα τις αναγκαίες προϋποθέσεις για να γίνει ισχυρό αυτοκρατορικό κράτος που θα ενώνει την Ευρώπη και την Ασία».
Η Ουκρανία έχει δυο λιμάνια, την Οδησσό και τη Σεβαστούπολη που έχουν σπουδαία γεωστρατηγική σημασία για τη Ρωσία, ακόμα μεγαλύτερη και από το Νοβόροσισκ. Ενισχύουν την επιρροή της Ρωσίας στη Μαύρη Θάλασσα και της παρέχουν πρόσβαση στη Μεσόγειο Θάλασσα. Η Κριμαία αποτελεί τη βάση του Ρωσικού Στόλου της Μαύρης Θάλασσας (Σεβαστούπολη) και η πλειοψηφία των κατοίκων της είναι ρωσικής καταγωγής (σύμφωνα με μια απογραφή του 2001 το ποσοστό τους ανέρχεται στο 58% και των ουκρανών στο 24%).
Οι ρωσικές δυνάμεις της Κριμαίας τέθηκαν αμέσως μετά την αποπομπή του Γιανούκοβιτς σε επιφυλακή και η ρωσική στρατιωτική μηχανή παραμένει σε ετοιμότητα για το ενδεχόμενο εμπόλεμης σύρραξης με τις ουκρανικές στρατιωτικές δυνάμεις. Ο Πούτιν έχει αποδείξει ότι δεν διστάζει όταν το απαιτούν οι συνθήκες να κάνει χρήση «hard power», δηλαδή στρατιωτικών ή οικονομικών μέσων για να επηρεάσει προς όφελος της Ρωσίας τις εξελίξεις. Ο ολιγοήμερος πόλεμος μεταξύ Γεωργίας και Ρωσίας που έγινε τον Αύγουστο του 2008 με αφορμή την αποσχισμένη γεωργιανή επαρχία της Νότιας Οσσετίας και η αντίδραση στην ουκρανική κρίση δεν αφήνουν περιθώρια παρερμηνειών για το μέχρι που είναι ικανός να φτάσει. Ο Πούτιν αναπόφευκτα έγινε για άλλη μια φορά επίκεντρο των διεθνών Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης που με τα άρθρα τους αναφέρονται στις γεωπολιτικές παρενέργειες και εκφέρουν απόψεις για το αν είναι χαμένος ή κερδισμένος από τη διαχείριση της ουκρανικής κρίσης.
Η Μόσχα μετά το δημοψήφισμα της Κριμαίας ενδέχεται να εξετάσει, σύμφωνα με το αμερικάνικο ινστιτούτο Stratfor, τις ακόλουθες επιλογές: (α) να μην κάνει τίποτα και να περιμένει την εξασθένηση της κυβέρνησης του Κιέβου. Υπάρχει πιθανότητα παράλυσή της καθώς χαρακτηρίζεται από αστάθεια και δέχεται τις επικρίσεις των φιλορωσικών φατριών που απορρίπτουν τη προσέγγιση με τη Δύση. Επιπλέον η ρωσική επιρροή, το χρήμα και οι μυστικές δραστηριότητες ενδέχεται να προκαλέσουν αδιέξοδο δημιουργώντας ένα καθεστώς ουδετερότητας της Ουκρανίας ώστε να μη διολισθήσει στους ευρωπαϊκούς θεσμούς, (β) την εισβολή στην υπόλοιπη Ουκρανία . Εδώ οι ιθύνοντες νόες του Κρεμλίνου θα πρέπει να λάβουν υπόψη ότι είναι μια μεγάλη χώρα που δύσκολα μπορεί να ελεχθεί. Η Ρωσία δεν χρειάζεται μια εξέγερση στα σύνορά της καθώς ένα σημαντικό τμήμα του πληθυσμού στη δυτική Ουκρανία είναι φιλοδυτικό. Μια εισβολή απαιτεί την κατάληψη της περιοχής ανατολικά του ποταμού Δνείπερου γιατί σε αντίθετη περίπτωση τα σύνορα με τη Ρωσία θα παραμένουν εκτεθειμένα και (γ) να δραστηριοποιηθεί στην περιφέρεια της. Η Μόσχα μπορεί να ασκήσει πιέσεις στις χώρες του Καυκάσου, τη Μολδαβία και τις χώρες της Βαλτικής. Η ενεργοποίηση της ρωσικής μειονότητας εντός των κρατών – μελών του ΝΑΤΟ μπορεί και να δημιουργήσει προβλήματα στο εσωτερικό τους και να επηρεάσει καταστάσεις.
Το Κίεβο «αδύναμος κρίκος»
Η νέα κυβέρνηση του Κιέβου που θα προκύψει μετά τις προεδρικές εκλογές της 25ης Μαΐου θα κληθεί να αντιμετωπίσει σημαντικές προκλήσεις. Η επανάσταση του «Μαϊντάν» αν και επέφερε την πτώση του φιλορώσου προέδρου Βίκτωρ Γιανουκόβιτς, δίχασε τη χώρα και οδήγησε στην ανεξαρτητοποίηση της Κριμαίας. Τα πράγματα θεωρούνται ιδιαίτερα δύσκολα για τους νέους ένοικους του προεδρικού οικήματος του Κίεβου καθώς όλο το βάρος των προσδοκιών της επανάστασης θα πέσει στις πλάτες του νέου προέδρου της χώρας. Η υπογραφή της Συμφωνίας Σύνδεσης με την Ευρωπαϊκή Ένωση δεν αναμένεται να λύσει τις εσωτερικές εντάσεις και τα τεράστια οικονομικά προβλήματα. Η νέα κυβέρνηση θα πρέπει, σύμφωνα με ανάλυση του Real Clear World, να εξισορροπήσει τον προϋπολογισμό, να διασφαλίσει τη ροή φθηνής ενέργειας και να υιοθετήσει τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις που αναπόφευκτα θα προκαλέσουν μεγαλύτερα δεινά σε πολλούς πολίτες οι οποίοι εξαρτώνται από τις κρατικές επιδοτήσεις για να ικανοποιήσουν τις βασικές ανάγκες τους. Οι μάζες των πολιτών που συγκεντρώθηκαν στο Μαϊντάν για ακούσουν τις πύρινες ομιλίες των ηγετών της επανάστασης θα έρθουν σύντομα αντιμέτωποι με μια νέα ζοφερή πραγματικότητα, εντελώς διαφορετική από εκείνη που προσδοκούσαν.
Το άλλο σημαντικό ερώτημα που εγείρεται είναι αν ο νέος πρόεδρος της Ουκρανίας θα μπορέσει να κρατήσει τη χώρα ενωμένη.
Η Ουκρανία είναι μια χώρα διαιρεμένη και το γεγονός αυτό, σύμφωνα με το The New Yorker, επιδεινώνει σε δραματικό βαθμό τα προβλήματά της. Εδώ και δύο δεκαετίες από τότε που απέκτησε την ανεξαρτησία της δεν κατάφερε να μεταμορφωθεί σε ένα έθνος. Το ανατολικό και νότιο μέρος είναι γλωσσικά και πολιτισμικά πιο κοντά στη Ρωσία ενώ το δυτικό έχει ισχυρούς δεσμούς με την Πολωνία και ιστορικές ρίζες στην Αυστροουγγαρία. Όμως στην πραγματικότητα ο διχασμός είναι περισσότερος βαθύς και πολύπλοκος. Οι ανατολικές περιοχές της Ουκρανίας είναι πράγματι πιο κοντά στη Ρωσία, μοιράζονται δεκαετίες της σοβιετικής ιστορίας και των αναμνήσεων της, συμπεριλαμβανομένης και της ήττας της ναζιστικής Γερμανίας στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αντίθετα οι δυτικές περιοχές που προσαρτήθηκαν στη Σοβιετική Ένωση κατά τη διάρκεια και μετά το τέλος του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου έχουν καταγράψει μια ιστορία αντίστασης ενάντια στη σοβιετική κατοχή και τα εθνικιστικά και αντί-ρωσικά αισθήματα είναι αρκετά πιο έντονα και κοινά στους πληθυσμούς τους. Η δυτική Ουκρανία από καιρό απεχθάνονταν τον Γιανουκόβιτς διότι το θεωρεί μια φιλορωσική πολιτική προσωπικότητα που ήθελε να σύρει τη χώρα «πίσω στη ρωσική κατοχή».
Συμπεράσματα
Οι εξελίξεις φαίνεται μέχρι στιγμής να δικαιώνουν τον Βλαντιμίρ Πούτιν για τις επιλογές και τα ρίσκα που πήρε στην Κριμαία. Η νέα κυβέρνηση του Κιέβου αναμένεται να σηκώσει ένα πολύ βαρύ φορτίο αλλά και να δεχτεί εσωτερικές και εξωτερικές πιέσεις που θα κάνουν ακόμα πιο δύσκολο το έργο της. Η Ευρωπαϊκή Ένωση και οι ΗΠΑ, η καθεμία για δικούς της λόγους επέδειξαν αντίδραση χαμηλών τόνων και επέβαλαν περιορισμένες οικονομικές κυρώσεις. Οι ευρωπαίοι μαστίζονται από την χρηματοπιστωτική κρίση και έχουν τα δικά τους προβλήματα. Οι ΗΠΑ το τελευταίο που θέλουν είναι να εμπλακούν σε νέες στρατιωτικές «περιπέτειες». Η Ουκρανία δεν θεωρείται μια από τις βασικές τους προτεραιότητες τους και την παρούσα στιγμή συνεργάζονται με τη Μόσχα με στόχο να επιλύσουν το συριακό εμφύλιο και να αποτρέψουν την επέκταση του ισλαμικού φονταμενταλισμού σε Μέση Ανατολή και Βόρειο Καύκασο. Παράλληλα η Ουάσινγκτον προχωρεί και σε σημαντικές περικοπές δαπανών και προσωπικού του αμερικάνικου στρατού που θα τον φέρουν στα χαμηλότερα επίπεδα από το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Το σχέδιο προβλέπει ότι ο αμερικανικός στρατός θα περιοριστεί από 522.000 σε 440.000 στρατιώτες.
Ο Πούτιν έχει καταφέρει τα τελευταία χρόνια να κερδίζει «μάχες» μέσα στη «γεωπολιτική σκακιέρα» της ευρωπαϊκής περιφέρειας. Δεν επηρεάστηκε ούτε από τη διεύρυνση του ΝΑΤΟ προς Ανατολάς, ούτε από τις επικρίσεις εναντίον του για αυταρχική πολιτική και παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ούτε και από τις «πολύχρωμες» επαναστάσεις σε πρώην σοβιετικές δημοκρατίες. Η κρίση της Ουκρανίας αποδεικνύει ότι ο Πούτιν είναι ένας ηγέτης κράτους που έχει απόλυτο στόχο την προάσπιση της εθνικής ασφάλειας της χώρας του, ο οποίος παραμένει αποστασιοποιημένος από την παραδοσιακή ηθική.
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Άμυνα & Διπλωματία , Απρίλιος 2014, Τεύχος 271