Επίτροπος Ενέργειας: Χρειαζόμαστε ανώτατο όριο τιμής για όλες τις εισαγωγές ρωσικού φυσικού αερίου
«Πρέπει να δράσουμε στο σημείο όπου το φυσικό αέριο εισέρχεται στην αγορά μας» σημείωσε η Επίτροπος Ενέργειας Κάντρι Σίμσον σε δηλώσεις της μία ημέρα πριν από το έκτακτο συμβούλιο των υπουργών ενέργειας στις Βρυξέλλες και επανέλαβε την πρόταση της Κομισιόν για ανώτατο όριο τιμής στις εισαγωγές ρωσικού φυσικού αερίου.
Επισήμανε ότι γίνονται «διαπραγματεύσεις με τους αξιόπιστους προμηθευτές μας φυσικού αερίου μέσω αγωγών. Αν αυτό δεν φέρει αποτελέσματα, τότε είναι δυνατό ένα ανώτατο όριο τιμής. Η Ρωσία δεν είναι αξιόπιστος εταίρος. Στην πραγματικότητα, είναι η πηγή του προβλήματος. Εγώ πιστεύω ακράδαντα ότι χρειαζόμαστε ανώτατο όριο τιμής για όλες τις εισαγωγές ρωσικού φυσικού αερίου, σε επίπεδο που εξακολουθεί να το καθιστά ελκυστικό για αυτούς για εξαγωγή στην Ευρώπη».
Παράλληλα, ανέφερε ότι για να θωρακιστούν οι καταναλωτές από τις εξαιρετικά υψηλές τιμές, η Επιτροπή προωθεί έκτακτη παρέμβαση στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας.
«Αυτό θα δημιουργήσει έσοδα για τη στήριξη των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων από τα κέρδη των εταιρειών που παράγουν ηλεκτρική ενέργεια με χαμηλό κόστος και την εισφορά αλληλεγγύης από εταιρείες ορυκτών καυσίμων» τόνισε η Κάντρι Σίμσον.
«Φρένο τιμής φυσικού αερίου», ανακοίνωσε ο Σολτς – Στα 150-200 δισ. το κόστος του μέτρου
Ως «διπλό μπαμ» περιέγραψε το σχέδιο περιορισμού των συνεπειών των υψηλών τιμών ενέργειας για τους καταναλωτές ο καγκελάριος Όλαφ Σολτς, ανακοινώνοντας την εισαγωγή ανώτατου ορίου στην τιμή του φυσικού αερίου – σχέδιο κόστους έως και 200 δισεκατομμυρίων ευρώ. «Το διπλό μπαμ θα βοηθήσει ώστε οι τιμές ενέργειας να πέσουν γρήγορα γρήγορα και να το αντιληφθούν όλοι. Κανείς λοιπόν δεν θα πρέπει να ανησυχεί σκεπτόμενος το φθινόπωρο και τον χειμώνα ή τα Χριστούγεννα και την επόμενη χρονιά ή τους λογαριασμούς. Τα ποσά θα πρέπει και πάλι να μειωθούν», δήλωσε ο κ. Σολτς.
Τα νέα μέτρα ανακούφισης των καταναλωτών, τα οποία θα είναι σε ισχύ έως την άνοιξη του 2024, περιλαμβάνουν ανώτατο όριο τιμής αερίου που θα χρηματοδοτηθεί με κεφάλαια ύψους 150-200 δισεκατομμυρίων ευρώ από το Ταμείο Οικονομικής Σταθεροποίησης (WSF), το οποίο αρχικά δημιουργήθηκε για την αντιμετώπιση των οικονομικών συνεπειών της πανδημίας του κορονοϊού. Το μέτρο έρχεται να αντικαταστήσει την «εισφορά φυσικού αερίου» που είχε ανακοινωθεί πριν από λίγες εβδομάδες και θα επιβάρυνε τους πελάτες των παρόχων ενέργειας κατά 2,4 σεντ/kWh.
«Συνολικότερο, απλούστερο και γρηγορότερο» χαρακτήρισε το νέο σχέδιο ο υπουργός Οικονομίας Ρόμπερτ Χάμπεκ και μίλησε για «βελτίωση» από το μέτρο της εισφοράς αερίου, του οποίου υπήρξε εμπνευστής. «Η εισφορά ήταν ένα εργαλείο για τη σταθεροποίηση της αγοράς ενέργειας, με τη μετακύλιση του αυξημένου κόστους των εταιριών ενέργειας στους πελάτες τους. Τώρα έχουμε ένα άλλο εργαλείο, τον οικονομικό όγκο», είπε χαρακτηριστικά ο κ. Χάμπεκ, ο οποίος ωστόσο τόνισε εμφατικά την ανάγκη όλοι να εξοικονομήσουν ενέργεια τον χειμώνα που έρχεται. Τάχθηκε μάλιστα υπέρ της εισαγωγής κινήτρων για αυτόν τον σκοπό.
Ο υπουργός Οικονομικών Κρίστιαν Λίντνερ από την πλευρά του δήλωσε ότι βρισκόμαστε σε «ενεργειακό πόλεμο» και επισήμανε ότι μετά τα σαμποτάζ στους αγωγούς Nord Stream 1 και 2 εκμηδενίστηκε η πιθανότητα προμήθειας ενέργειας από τη Ρωσία. «Αυτό που κάνουμε είναι ένα μορατόριουμ της επιβάρυνσης των πολιτών», δήλωσε ο κ. Λίντνερ, ο οποίος είχε και τις σημαντικότερες αντιρρήσεις για το μέτρο και τη χρηματοδότησή του, καθώς επιμένει στην επαναφορά του «φρένου χρέους» από το 2023. «Όταν υπάρχει ανάγκη, όπως τώρα, κινητοποιούμε την οικονομική μας ισχύ», δήλωσε σχετικά και τόνισε ότι το μέτρο δεν αναμένεται να πυροδοτήσει άνοδο του πληθωρισμού, όπως εκτιμούν πολλοί οικονομολόγοι.