Επείγουσα Ανάγκη το Εθνικό Συμβούλιο Ασφαλείας, Του Αλέξανδρου Π. Μαλλιά
Ναι το γνωρίζω. Γίνομαι κουραστικός και, πιθανόν, βαρετός. Επιμένω, μου λέγουν, να ασχολούμαι με θέματα που δεν απασχολούν τον πολίτη και δεν βρίσκονται στην πρώτη γραμμή. Οι περισσότεροι με “κατηγορούν” ότι εξακολουθώ να σκέπτομαι να σαν είμαι ακόμη στο υπουργείο Εξωτερικών.
Μα αυτό δεν μπορεί να είναι μομφή! Γνωρίζοντας, από πρώτο χέρι, την πατριωτική στάση και αφοσίωση στο καθήκον των διπλωματών και των στελεχών του συνόλου των κλάδων του ιστορικού αυτού Υπουργείου, εγώ μόνο σαν έπαινο το ερμηνεύω.
Ορισμένοι καλόπιστοι φίλοι μου συνιστούν να είμαι –πώς να το πω κομψά- «κάπως πιο πολιτικός», ειδικά τώρα που είμαι στο «Ποτάμι» και να μην καταγράφω τις θέσεις και τη γνώμη μου με απόλυτο τρόπο. Λυπούμαι, αλλά δεν μπορώ τώρα να ακολουθήσω την συμβουλή τους. Είναι κάπως αργά για μένα.
Πριν από δυο μήνες περίπου, ένας «απεσταλμένος» κορυφαίου παράγοντα μετέφερε το μήνυμα ότι καλόν θα ήταν να μετριάσω την ένταση της πρότασης για την ανάγκη σύγκλησης του Συμβουλίου Πολιτικών Αρχηγών λόγω των απρόβλεπτων πολεμικών συγκρούσεων και ανατροπών στην Μέση Ανατολή. Με τι επιχείρημα; Απλά ότι ο τάδε δεν μπορούσε να καθίσει στο ίδιο τραπέζι με τον δείνα. Μάλιστα. Εδώ ακριβώς είμαστε. Αυτό είναι λοιπόν το πρόβλημα.
Ακούστε. Μας είναι πράγματι τόσο αδιάφορο το γεγονός ότι οι πολιτικοί μας ηγέτες εξακολουθούν -παρά τους κινδύνους που μας περιβάλλουν και την επαγρύπνηση που επιβάλλουν- να συμπεριφέρονται όχι ως πολιτικοί ηγέτες και αντίπαλοι, αλλά μάλλον σαν εχθροί. Κρίμα. Ούτε καν με αφορμή την τρομοκρατική επίθεση και την αιματοχυσία στην Γαλλία, δεν πήραν την πρωτοβουλία να καθίσουν όλοι μαζί, κεκλεισμένων των θυρών, να ενημερωθούν και να συμφωνήσουν τι επιβάλλει το συμφέρον της χώρας μας και όχι η πολιτική-κομματική τους ταυτότητα.
Πώς, λοιπόν, εξηγείται το γεγονός ότι έχει συνέλθει δύο φορές το Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας Ελλάδος-Τουρκίας την τελευταία διετία και καμία το Συμβούλιο Πολιτικών Αρχηγών της Ελλάδος;
Αυτά ως εισαγωγή.
Η αναπόφευκτη και, κατά τα φαινόμενα, ηθελημένη αναβολή της, πιο αναγκαίας από ποτέ, αναθεώρησης του Συντάγματος, ματαίωσε επίσης, κατά τη κρίση μου, την δυνατότητα αναθεώρησης και εκσυγχρονισμού των εργαλείων εθνικής συνεννόησης στα θεμελιώδη θέματα εξωτερικής πολιτικής. Τι θα έπρεπε να γίνει και δεν έγινε λοιπόν;
– Το ΕΣΕΠ
Αναθεώρηση του Άρθρου 82 του Συντάγματος που αφορά (παράγραφος 4) στη συγκρότηση, για πρώτη φορά στην συνταγματική ιστορία της Ελλάδος, του Εθνικού Συμβουλίου Εξωτερικής Πολιτικής με τη συμμετοχή εκπροσώπων των κομμάτων της Βουλής και προσώπων με ειδικές γνώσεις ή εμπειρία. Θυμίζω ότι το Εθνικό Συμβούλιο Εξωτερικής Πολιτικής συστάθηκε με τον νόμο υπ΄ αριθμ. 3132 / 9.4.2003 [ΦΕΚ τ.Α΄ φ. 84 / 11.4.2003], σε εφαρμογή του Συντάγματος. Πρόκειται για ένα όργανο, συμβουλευτικό της κυβέρνησης, επιφορτισμένο με την επεξεργασία θεμάτων σχετικά με τον στρατηγικό σχεδιασμό της εξωτερικής πολιτικής.
Στην πράξη, δίδεται η ευκαιρία για μια σε βάθος ενημέρωση των κοινοβουλευτικών κομμάτων από την κυβέρνηση επί των τελευταίων εξελίξεων, καθώς και για την ανταλλαγή απόψεων επί των θεμάτων της εκάστοτε ημερήσιας διάταξης.
Η σύνθεση του Συμβουλίου καθώς και οι προϋποθέσεις για τον ορισμό των μελών του περιγράφονται στο άρθρο 1 του εν λόγω ιδρυτικού νόμου, ενώ ο τρόπος σύγκλησης και άλλα θέματα που σχετίζονται με τη λειτουργία του προβλέπονται από το άρθρο 3 του ίδιου νόμου. Μεταξύ άλλων, προβλέπεται ότι οι συζητήσεις και τα κάθε είδους [κυρίως ενημερωτικά] έγγραφα είναι απόρρητα [παρ. 5 άρθρου 3].
Σε ό,τι αφορά την θεματολογία των συζητήσεων, αυτή αφορά, κυρίως, τα εκάστοτε θέματα αιχμής που απασχολούν την εξωτερική πολιτική της χώρας.
Στην πράξη -το γράφω και με την εμπειρία που έχω αποκομίσει λόγω της συμμετοχής μου στη τριετία 2003-2005- το ΕΣΕΠ λειτούργησε κατά τρόπο ικανοποιητικό, λαμβανομένων υπόψη των ακόλουθων παραμέτρων:
– α) Στην Ελλάδα όχι μόνο δεν υπάρχει πολιτικός πολιτισμός συνεργασίας και συναίνεσης, της εξωτερικής πολιτικής συμπεριλαμβανομένης, αλλά αντίθετα, τα λεγόμενα κατά συνθήκην εθνικά θέματα αποτέλεσαν εφαλτήριο πολιτικής σύγκρουσης.
– β) Πράγμα ακόμη σπανιότερο για τα ελληνικά δεδομένα, τηρήθηκε από το 2003 μέχρι σήμερα, η αρχή της εμπιστευτικότητας των συζητήσεων. Επίσης, δεν είδαμε εδώ και δώδεκα χρόνια που λειτουργεί το ΕΣΕΠ, διαρροές των απόρρητων στοιχείων και εγγράφων που περιλαμβάνονται στους φακέλους που διανέμονται σε όλους. Θυμίζω ότι, στην Ελλάδα, η μη διαρροή, δηλαδή το αυτονόητο, είναι πάντοτε το ζητούμενο.
Από την άλλη πλευρά, η εμπειρία ανέδειξε επίσης ορισμένα μειονεκτήματα. Τα συνοψίζω:
– α) To σοβαρότερο είναι ότι το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδος, δεν μετέχει των εργασιών του ΕΣΕΠ. Είναι μια απόφαση αρχής. Πλην, όμως, αποτελεί ένα αναμφισβήτητο έλλειμμα αντιπροσωπευτικότητάς του. Προσωπικά, παρά τις θεμελιώδεις διαφορές που μπορώ να έχω με την πολιτική του ιστορικού αυτού κόμματος, θεωρώ ότι η παρουσία του ΚΚΕ θα ήταν ιδιαίτερα χρήσιμη.
– β) Το ΕΣΕΠ ασχολείται με τα θέματα επικαιρότητας. Άρα, δεν αποτελεί όργανο χάραξης στρατηγικής που, κατά την γνώμη μου, θα διευκόλυνε τη διακομματική -προτιμώ τον όρο υπερκομματική- χάραξη της πολιτικής μας σε βάθος χρόνου.
– γ) Το Κέντρο Ανάλυσης και Σχεδιασμού του Υπουργείου, μόνο κατ” όνομα υφίσταται. Επίσης, σε αντίθεση με τα αντίστοιχα των περισσοτέρων υπουργείων Εξωτερικών των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά και γειτονικών μας κρατών, δεν αποτελεί την κρίσιμη και χρήσιμη μονάδα πρότασης μιας «ασύμμετρης και ανατρεπτικής» (out of the box) εξωτερικής πολιτικής. Συνολικά και επιμέρους.
– Επείγει το Εθνικό Συμβούλιο Ασφαλείας
Με βάση το ανωτέρω σκεπτικό, η υπό μελέτη αναθεώρηση του Συντάγματος, που εν τέλει παραπέμφθηκε στις ελληνικές καλένδες, θα ήταν ατελής και ελαττωματική αν δεν περιλάμβανε και τον εκσυγχρονισμό του άρθρου 82 παράγραφο 4.
Έχω προτείνει, εδώ και τρία χρόνια, την ανάγκη συνταγματικής πρόνοιας για την συγκρότηση Εθνικού Συμβουλίου Ασφάλειας αντί του ΕΣΕΠ. Ενόσω οι αρμοδιότητες του Προέδρου της Δημοκρατίας παραμένουν διακοσμητικές, το Ε.Σ.Α θα υπάγεται και θα συγκαλείται υπό τον Πρωθυπουργό. Θα προβλέπεται η συμμετοχή των Πολιτικών Αρχηγών, καθώς και εκείνων που διετέλεσαν Πρωθυπουργοί.
Θεωρώ αναγκαία και απαραίτητη την θεσμική συμμετοχή των υπουργών Οικονομικών, Εξωτερικών, Άμυνας. Επιπλέον, του Μονίμου Υπηρεσιακού Γενικού Γραμματέα ή Υφυπουργού ( προτείνω να θεσμοθετηθεί) Εξωτερικών. Επίσης, του Αρχηγού ΓΕΕΘΑ και του Διοικητού της Ε.Υ.Π. Στο Εθνικό Συμβούλιο Ασφαλείας (Εξωτερικών και Άμυνας) θα προβλέπεται η, επί τούτου, συμμετοχή ανωτάτων αξιωματούχων υπουργείων και υπηρεσιών.
Καθήκοντα Γραμματέως του Συμβουλίου θα μπορούσε να ασκεί ο εκάστοτε Διευθυντής του Διπλωματικού Γραφείου του Πρωθυπουργού.
Οι φάκελοι εργασίας θα περιλαμβάνουν τρία βασικά στοιχεία: τη γνώση, την πρόγνωση και την πρόταση. Η γνώμη θα είναι καλοδεχούμενη και απαραίτητη. Πλην όμως, θα πρέπει να στηρίζεται στη γνώση και να μην προτρέχει αυτής, κατά τη διαχρονική συνήθεια μας. Με τον τρόπο αυτό διασφαλίζονται τόσο η συνέχεια της γνώσης, όσο και του βασικού πλαισίου άσκησης της εξωτερικής πολιτικής, ανεξαρτήτως των επιμέρους διάφορων απόψεων που μπορούν να υπάρχουν.
Μόνο στην Ελλάδα -ίσως και σε κάποιες χώρες της βαλκανικής μας γειτονιάς- η συνεργασία, η συνέχεια του κράτους και της εξωτερικής πολιτικής μπορεί να θεωρείται ακόμη και σήμερα το ζητούμενο. Είμαι ευτυχής που Το Ποτάμι, στο πρόγραμμα που έδωσε τον Δεκέμβριο στη δημοσιότητα, περιέλαβε την υπόψη πρόταση συγκρότησης Εθνικού Συμβουλίου Ασφαλείας.
Ευχής έργον θα ήταν να υιοθετηθεί από το σύνολο των πολιτικών κομμάτων στη πρόταση αναθεώρησης του Συντάγματος και το άρθρο 82 παρ.4.
Αλέξανδρος Π. Μαλλιάς
Πρέσβης επί τιμή. Μέλος της Τριμελούς Γραμματείας της Επιτροπής Διαλόγου και Πολιτικός Υπεύθυνος για τις Διεθνείς Σχέσεις στο ΠΟΤΑΜΙ.
Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Άμυνα και Διπλωματία, Τεύχος: Φεβρουάριος 2015