Ενεργειακή ασφάλεια και μείωση κόστους φέρνει ο TAP και ο σταθμός LNG Καβάλας
Τα οφέλη για την Ελλάδα από την κατασκευή του αγωγού φυσικού αερίου TAP, καθώς και του σταθμού υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) στην περιοχή της Καβάλας και του νέου αγωγού φυσικού αερίου Ελλάδας-Βουλγαρίας, ανέλυσε ο Διευθύνων Σύμβουλος της ΔΕΠΑ Σπύρος Παλαιογιάννης σε συνέντευξη που έδωσε στην εφημερίδα “ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ”.
Όπως αναφέρει ο Διευθύνων Σύμβουλος, μέχρι σήμερα η Ελλάδα εισάγει το 2/3 των αναγκών της σε φυσικό αέριο από τη Ρωσία μέσω του αγωγού που διέρχεται από την Ουκρανία, Ρουμανία και Βουλγαρία, ενώ οι υπόλοιπες ανάγκες καλύπτονται από την Τουρκία μέσω του ελληνοτουρκικού αγωγού ο οποίος μεταφέρει αζέρικο φυσικό αέριο και υγροποιημένου φυσικού αερίου την Αλγερία το οποίο αποθηκεύεται στον τερματικό σταθμό της Ρεβυθούσας.
Η αντιπαράθεση όμως της Ουκρανίας με τη Ρωσία το χειμώνα του 2009 για το ρωσικό φυσικό αέριο που διέρχεται από τα εδάφη της πρώτης με προορισμό την δυτική και νότια Ευρώπη, είχε ως αποτέλεσμα την μείωση της τροφοδοσίας της Ελλάδας με φυσικό αέριο και την αναγκαστική λειτουργία μίας μονάδας παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος της ΔΕΗ για την περίοδο που διήρκεσε η κρίση που χρησιμοποιεί μαζούτ.
Το κόστος λειτουργίας των μονάδων παραγωγής ρεύματος που χρησιμοποιούν για καύσιμο το μαζούτ είναι πολύ υψηλό σε σχέση με αυτό των μονάδων που χρησιμοποιούν φυσικό αέριο, επιβαρύνοντας σημαντικά τον καταναλωτή.
Μπροστά σε αυτό το πραγματικά τεράστιο ζήτημα ενεργειακής ασφάλειας, η Ελλάδα έπρεπε να προστατεύσει τα συμφέροντα της από τους περιφερειακούς ανταγωνισμούς και να αναζητήσει τρόπους για την επαύξηση των εναλλακτικών πηγών ενέργειας, ώστε το ελληνικό σύστημα παραγωγής και διανομής ηλεκτρικής ενέργειας να τροφοδοτείται αδιάκοπα με φυσικό αέριο και να λειτουργεί με χαμηλό κόστος.
Η πλέον συμφέρουσα για την Ελλάδα και διαχρονικά βιώσιμη λύση που επιλέχτηκε από την κυβέρνηση ήταν η συμμετοχή της χώρας μας στην κατασκευή και λειτουργία του αγωγού φυσικού αερίου TAP, ο οποίος θα διασχίζει την Ελλάδα από τα ελληνοτουρκικά σύνορα μέχρι την Αλβανία και από εκεί θα διασχίζει υποθαλάσσια την Αδριατική και θα τροφοδοτεί με φυσικό αέριο την αγορά της Ευρώπης.
Ο συγκεκριμένος αγωγός διαθέτει το σημαντικό πλεονέκτημα της αδιάκοπης τροφοδοσίας του από το γιγαντιαίο κοίτασμα Shah Deniz του Αζερμπαϊτζάν, τα οποίο περιέχει πάνω από 1 τρισ κυβικά μέτρα φυσικό αέριο.
Η χωρητικότητα του αγωγού θα είναι αρχικά 10 δισ κυβικά μέτρα/έτος με προοπτική να αυξηθεί στα 20 δισ κυβικά μέτρα/έτος, παρέχοντας μία εναλλακτική πηγή τροφοδοσίας φυσικού αερίου στην Ελλάδα, τα Βαλκάνια και την Ευρώπη. Οι δε πρώτες εξαγωγές του αζέρικου φυσικού αερίου στην Ευρώπη μέσω του TAP υπολογίζεται να ξεκινήσουν στις αρχές του 2019 μετά την ολοκλήρωση κατασκευής του αγωγού.
Το σχεδιασμό, την ανάπτυξη την κατασκευή και τη διαχείριση του Διαδριατικού Αγωγού φυσικού αερίου (TAP) τον έχει αναλάβει η κοινοπραξία Trans Adriatic Pipeline (TAP) AG, η οποία περιλαμβάνει τις εταιρείες BP (ποσοστό συμμετοχής 20%), SOCAR (ποσοστό συμμετοχής 20%), Statoil (ποσοστό συμμετοχής 20%), Fluxys (ποσοστό συμμετοχής 19%), Enegas (ποσοστό συμμετοχής 16%), Axpo (ποσοστό συμμετοχής 5%).
Η ορθότητα της επιλογής του αγωγού TAP μεταξύ άλλων προτεινόμενων αγωγών φυσικού αερίου από την ελληνική κυβέρνηση, επιβεβαιώθηκε πρόσφατα με την δήλωση της ιταλίδας υπουργού Βιομηχανίας Φεντερίκα Γκουίντι σύμφωνα με την οποία, η κατασκευή του ανταγωνιστικού αγωγού φυσικού αερίου South Stream που θα τροφοδοτούσε την Ευρώπη μέσω Ελλάδας και Ιταλίας με ρωσικό φυσικό αέριο, δεν αποτελεί πλέον προτεραιότητα.
Σε ανάλογη τοποθέτηση προέβησαν και πηγές της Ε.Ε, οι οποίες χαρακτήρισαν το έργο της κατασκευής του αγωγού South Stream ουσιαστικά “νεκρό” μετά την προσάρτηση της Κριμαίας από την Ρωσία.
Εκτός από την κατασκευή και λειτουργία του εν λόγω αγωγού, η ελληνική κυβέρνηση προσανατολίζεται στην κατασκευή ενός πλωτού σταθμού αποθήκευσης υγροποιημένου φυσικού αερίου στην περιοχή της Καβάλας, ο οποίος θα τροφοδοτείται από ένα διαφορετικό από την Αλγερία προμηθευτή.
Επιπλέον στο μέλλον η Ελλάδα θα μπορούσε να στηριχτεί και στην εισαγωγή φυσικού αερίου από το Ισραήλ και την Κύπρο, διευρύνοντας έτσι τις πηγές εφοδιασμού της χώρας με το πολύτιμο αυτό καύσιμο.
Κοινός παρανομαστής όλων αυτών των επιλογών είναι η αύξηση της ενεργειακής ασφάλειας της χώρας καθώς και η μείωση του κόστους αγοράς του φυσικού αερίου από την ελληνική αγορά, αφού στο κοντινό μέλλον χάρις σε αυτές τις πρωτοβουλίες δεν θα επικρατούν συνθήκες ολιγοπωλίου στον συγκεκριμένο τομέα.
Μέσα από αυτήν την αύξηση των επιλογών τροφοδοσίας της εγχώριας αγοράς με φυσικό αέριο, ωφελημένοι θα βγουν κυρίως οι βαριές και ενεργοβόρες βιομηχανίες της χώρας, οι οποίες αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα από τους Ευρωπαίους ανταγωνιστές τους, οι οποίοι απολαμβάνουν σαφώς χαμηλότερες από την Ελλάδα τιμές στην αγορά φυσικού αερίου.
Το ζήτημα της μείωσης του κόστους ενέργειας για την βαριά βιομηχανία της χώρας έχει τεθεί πολλές φορές στο παρελθόν και αποτέλεσε βασικό λόγο για την ακύρωση σημαντικών επενδυτικών προγραμμάτων, τα οποία θα δημιουργούσαν εκατοντάδες αν όχι χιλιάδες νέες θέσεις εργασίας.
Αν και υπήρξαν βήματα για την αντιμετώπιση αυτού του προβλήματος από την κυβέρνηση, εκτιμάται ότι η προσφάτως επιτευχθείσα μείωση των τιμών του φυσικού αερίου που λαμβάνει σήμερα η χώρα, σχετίζεται με την προοπτική ουσιαστικής αύξησης των εναλλακτικών πηγών τροφοδοσίας της ελληνικής αγοράς, μία εξέλιξη που αυξάνει τον ανταγωνισμό προς όφελος των Ελλήνων καταναλωτών.