«Εμπρηστικές» οι σφαίρες που σκότωσαν τον ομογενή

(Σταύρος Τζίμας Καθημερινή)

Με το βλέμμα στραμμένο στην κηδεία, τις επόμενες μέρες, ίσως και ώρες, του 35χρονου ομογενούς στους Βουλιαράτες, η οποία αναμένεται να μετατραπεί σε πάνδημη διαμαρτυρία του ελληνισμού της Αλβανίας για την πολιτική των Τιράνων απέναντι στη μειονότητα, πλανάται το ερώτημα εάν ο θάνατός του από τα πυρά της αλβανικής αστυνομίας θα σηματοδοτήσει μια νέα ψυχροπολεμική περίοδο στις ελληνοαλβανικές σχέσεις παρόμοια με εκείνη των αρχών της δεκαετίας του ’90, οπότε, με αφορμή και πάλι ένα αιματηρό επεισόδιο στον νότο, είχαν φτάσει στα πρόθυρα της πλήρους κατάρρευσης.

Πληροφορίες ανέφεραν ότι τουλάχιστον 2.000 Βορειοηπειρώτες από την Ελλάδα ετοιμάζονται να μεταβούν με λεωφορεία στους Βουλιαράτες για να συνοδεύσουν μαζί με το σύνολο, όπως αναμένεται, των εκεί ομογενών τη σορό του Κωνσταντίνου Κατσίφα και να εκδηλώσουν την οργή τους για την «εν ψυχρώ δολοφονία», όπως τη θεωρούν.

Το κλίμα στη μειονότητα περιγράφεται ως εκρηκτικό και την ίδια ώρα μεγάλο μέρος της αλβανικής κοινωνίας δείχνει να έχει καταληφθεί από εθνικιστικό παροξυσμό. «Υπάρχει κίνδυνος να γυρίσουν δέκα χρόνια πίσω οι ελληνοαλβανικές σχέσεις με αφορμή αυτό το γεγονός», είπε στην «Κ» ο ομογενής ιστορικός Σταύρος Ντάγιος, τονίζοντας πως «οι δύο πλευρές (σ.σ. αλβανική και ελληνική) είναι περιχαρακωμένες».

Ο Ελληνας βουλευτής του Σοσιαλιστικού Κινήματος Ενταξης, Βαγγέλης Τάβος, επισημαίνει: «Ενα κομμάτι της κοινωνίας είναι εμποτισμένο με άρρωστο εθνικισμό, ο οποίος εμποδίζει τη βελτίωση των ελληνοαλβανικών σχέσεων. Τρέφονται με τέτοια περιστατικά. Πρέπει να διαλευκανθούν οι ακριβείς συνθήκες του επεισοδίου, πρώτα για να ησυχάσουν οι δικοί του και μετά και η υπόλοιπη ομογένεια. Αυτό που έγινε ήταν άδικο», είπε στην «Κ».

Μερικές ώρες μετά την εκτέλεση του Κατσίφα, στο εθνικό στάδιο «Σελμάν Στερμάσι» των Τιράνων, έπεφτε «νεκρός» από τα πυρά του αλβανικού εθνικισμού ένας άλλος Ελληνας, ο Παναγιώτης Πάνου. Αν σ’ εμάς εδώ στην Ελλάδα δεν λέει τίποτα αυτό το όνομα, στην Αλβανία είναι ένας μύθος.

Ο Πάνου, ομογενής από το Ελευθεροχώρι του Δελβίνου, υπήρξε ο κορυφαίος ποδοσφαιριστής όλων των εποχών, όχι μόνο της ομάδας Παρτιζάν, αλλά και της εθνικής Αλβανίας, και το όνομά του εξακολουθεί να εμπνέει ακόμα και σήμερα τον σεβασμό. Ο Πάνου έχει πεθάνει βέβαια εδώ και μερικά χρόνια, αλλά το πανό στον αγώνα της ομάδας του αδελφού του Εντι Ράμα, Παρτιζάν, εναντίον της Σκεντέρμπεου Κορυτσάς, με το χυδαίο σύνθημα «ένας νεκρός Ελληνας, ένας μπ@@@ρδος λιγότερος» που υψώθηκε στην εξέδρα του γηπέδου όπου δοξάστηκε, σήμανε τον «δεύτερο θάνατο» του εμβληματικού αυτού Ελληνα και έστειλε ταυτόχρονα ένα μήνυμα για το δηλητήριο του εθνικισμού που ποτίζει την κοινωνία.

«Αν δεν σεβάστηκαν τον Ελληνα ήρωα της ομάδας τους, φανταστείτε το μίσος τους εναντίον των άλλων Ελλήνων», λέει ο βουλευτής και πρόεδρος του ΚΕΑΔ Βαγγέλης Ντούλες.

Ο συνετός Ιλίρ Μέτα

Ο πρόεδρος της Δημοκρατίας, Ιλίρ Μέτα, σε αντίθεση με τον διχαστικό πρωθυπουργό Ράμα, αφού αποδοκίμασε «τέτοια αντιαθλητικά και ρατσιστικά συνθήματα» ως «προσβολή για τους κορυφαίους του αλβανικού ποδοσφαίρου που τίμησαν τη φανέλα της εθνικής μας και ήταν ελληνικής εθνικότητας», τόνισε:

«Τέτοια μεμονωμένα περιστατικά θα πρέπει να χρησιμεύουν ως κώδων κινδύνου για την αποτροπή και την παρεμπόδιση της ρητορικής μίσους ανάμεσα στους λαούς μας». Εμπειρος πολιτικός ο Μέτα, διάβασε σωστά τα αισθήματα, όχι μόνο της εξέδρας, αλλά και της αλβανικής κοινωνίας, όπως αυτά αποτυπώθηκαν εκτός από τα γήπεδα, στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, στα ΜΜΕ και γενικότερα στον δημόσιο διάλογο.

Με τη δήλωσή του επιχείρησε να κατευνάσει τα πνεύματα, θέτοντας ταυτοχρόνως τον δάκτυλο στη χαίνουσα πληγή των σχέσεων των δύο χωρών, την απουσία, δηλαδή, διαχρονικά εμπιστοσύνης η οποία επιτρέπει στους εθνικισμούς και στο μίσος να βρίσκουν πρόσφορο έδαφος.

«Φωνή βοώντος εν τη ερήμω» σχολίαζαν ψύχραιμοι παρατηρητές, οι οποίοι επιμένουν ότι οι ρίζες του προβλήματος στις ελληνοαλβανικές σχέσεις πρέπει να αναζητηθούν στις προκαταλήψεις που κυριαρχούν στις δύο κοινωνίες. Το ιστορικό τους, εξάλλου, μετά την κατάρρευση της δικτατορίας του Χότζα, είναι ποτισμένο με καχυποψία και αίμα. Με το σύνδρομο της εχθρικής περικύκλωσης που επί μισό αιώνα καλλιεργούσε το κομμουνιστικό καθεστώς, να έχει περάσει στο «μεδούλι» τους, οι Αλβανοί εξακολουθούν να πιστεύουν ότι οι Ελληνες με «δούρειο ίππο» τη μειονότητά τους στον νότο, απεργάζονται σχέδια προσάρτησης της Βορείου Ηπείρου, υποσκάπτοντας την εδαφική ακεραιότητα της χώρας τους.

Στην από εδώ πλευρά, πάλι, μολονότι ζουν και εργάζονται σήμερα, νόμιμοι στη συντριπτική τους πλειονότητα, πάνω από 700.000 Αλβανοί, ο «Αλβανός», για μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας, παραμένει συνώνυμο της εγκληματικότητας, «υποδεέστερη φυλή» και η Αλβανία, είναι (ένας ακόμα) γείτονας που επιβουλεύεται εδάφη της ελληνικής επικράτειας (Τσάμικο).

Πηγές έντασης

Σε μια τέτοια ατμόσφαιρα ούτε η ελληνική μειονότητα ούτε και οι Αλβανοί μετανάστες στην Ελλάδα έγιναν ποτέ πραγματικές γέφυρες φιλίας μεταξύ των δύο λαών, όπως αρέσκονται να διακηρύσσουν στις επίσημες επαφές τους οι κατά καιρούς ηγέτες, ένθεν κακείθεν.

Απεναντίας, λειτούργησαν ως πηγές έντασης και αποσταθεροποίησης των διμερών σχέσεων. Υπήρξαν φορές που τις έφεραν στα πρόθυρα της κατάρρευσης.

Ηταν τον Απρίλιο του 1994, όταν μία ομάδα ενόπλων Ελλήνων παραστρατιωτικών εισέβαλε νύχτα σε κέντρο νεοσυλλέκτων του στρατού στο χωριό Επισκοπή πίσω από τα σύνορα στην Κακαβιά, σκότωσε έναν λοχαγό και έναν στρατιώτη και έφυγε παίρνοντας τα όπλα που βρήκε στις αποθήκες.

Την ευθύνη ανέλαβε με προκήρυξή της η οργάνωση Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Βορείου Ηπείρου (ΜΑΒΗ), τα Τίρανα εξαπέλυσαν πρωτοφανές πογκρόμ εναντίον της ελληνικής μειονότητας, σύροντας σε δίκη πέντε στελέχη της οργάνωσης ΟΜΟΝΟΙΑ, με την Αθήνα να απαντάει με μαζικές απελάσεις μεταναστών που επιστρέφοντας κατήγγειλαν βιαιότητες της ελληνικής αστυνομίας.

Κύμα ανθελληνισμού σάρωσε την αλβανική κοινωνία, τόσο από τη δολοφονία των στρατιωτών όσο και από την κακομεταχείριση των μεταναστών, ενώ στην Ελλάδα κυριάρχησε η (βολική) θεωρία ότι το επεισόδιο της Επισκοπής ήταν έργο των αλβανικών μυστικών υπηρεσιών με στόχο να τρομοκρατηθούν οι Ελληνες ομογενείς και να αναγκαστούν να εγκαταλείψουν τις πατρογονικές τους εστίες.

Πέρασε καιρός για να ομαλοποιηθεί κάπως η κατάσταση, αλλά τα αίματα άναβαν, ειδικά στην Αλβανία, κάθε φορά που έφθαναν ειδήσεις για σκοτωμούς λαθρομεταναστών από «εκπυρσοκροτήσεις» όπλων αστυνομικών, ακόμα και κακοποιών στην Ελλάδα σε συγκρούσεις τους με την αστυνομία.

Η διπλωματία

Ηταν γενικευμένη η πεποίθηση στη γειτονική χώρα ότι οι «ρατσιστές Ελληνες» τους σκότωναν ή τους φυλάκιζαν όχι γιατί διέπρατταν εγκλήματα, αλλά γιατί ήταν Αλβανοί. Το ανθελληνικό αυτό αίσθημα εργαλειοποιούσαν πολιτικοί και κόμματα για ψηφοθηρικούς λόγους! Στην περίπτωση, μάλιστα, ενός διαταραγμένου ψυχικά ατόμου, του Φλαμούρ Πίσλι, που εισέβαλε σε λεωφορείο έξω από τη Θεσσαλονίκη με ομήρους επιβάτες και το οδήγησε υπό την απειλή χειροβομβίδας έως το Ελβασάν, όπου τον σκότωσε μαζί με έναν αθώο Ελληνα όμηρο η αλβανική αστυνομία, τον κατέταξαν στο πάνθεον των ηρώων για την «αντίστασή» του εναντίον του «Ελληνα εχθρού». Μια άλλη δολοφονία ομογενούς, του Αριστοτέλη Γκούμα στη Χειμάρρα το 2012, γιατί μιλούσε ελληνικά, πυροδότησε τότε μεγάλη ένταση. Πού βρίσκονται όμως σήμερα, 27 χρόνια μετά την πτώση του καθεστώτος Χότζα, οι ελληνοαλβανικές σχέσεις; Κοντά στο μηδέν, παραδέχονται διπλωμάτες και από τις δύο χώρες στους οποίους απευθύνθηκε η «Κ». Η ατζέντα παραμένει σχεδόν ίδια με αυτήν της δεκαετίας του ’90, με εξαίρεση τη συμφωνία για τα ελληνικά νεκροταφεία στον νότο που υλοποιείται, υπό τα «πυρά» πάντως, του αλβανικού εθνικισμού. Οι κυβερνήσεις Τσίπρα και Ράμα διά των ΥΠΕΞ τους, Νίκου Κοτζιά (τέως πλέον) και Ντμίτρι Μπουσάτι επιχείρησαν να την «ξεπαγώσουν» μεταδίδοντας μάλιστα κλίμα αισιοδοξίας για συμφωνία στα ακανθώδη θέματα: ΑΟΖ, κατάργηση εμπολέμου, νεκροταφεία, αλλαγή σχολικών βιβλίων με την απάλειψη αλυτρωτικών αναφορών, ζητήματα που αφορούν την ελληνική μειονότητα κ.ά. Εγιναν μυστικές συναντήσεις των δύο ΥΠΕΞ σε Κρήτη και Κορυτσά, στις οποίες οι δύο πλευρές μετέδιδαν ανεπισήμως ότι κατέληξαν (;) σε συμφωνία. Η ελληνική κοινή γνώμη, φορτισμένη από το Μακεδονικό, βγήκε στα «κεραμίδια» από διαρροές ότι η Αθήνα υποχωρεί δεχόμενη θέμα Τσάμικου. Ηρθε τώρα και ο θάνατος του ομογενούς να βυθίσει την ατζέντα ακόμα πιο βαθιά στις σιβηρικές θερμοκρασίες…

Έντυπη

ViaDiplomacy Newsroom