Ελληνοαλβανικές σχέσεις, μια άλλη προσέγγιση
Με την κατάρρευση του στυγνότερου κομμουνιστικού καθεστώτος οι Αλβανοί βρέθηκαν σ’ ένα πλήρες αδιέξοδο. Είχαν μάθει να ζουν σ’ έναν κόσμο αποκλεισμένο απ’ τον άλλο κόσμο, με τα μπούνκερ και τη μοναδική αλήθεια που εκπορευόταν από το κόμμα-κράτος. Συνθήκες απάνθρωπες και ένα καθεστώς στυγνό, που δεν δίσταζε να επιβάλει εξοντωτικές ποινές σε όσους θεωρούσε εχθρούς του λαού, μη συνεργάσιμους, επικίνδυνους για το καθεστώς τους, τη δική τους Δημοκρατία. Αλλωστε όλα τα αυταρχικά καθεστώτα θέλουν ν’ αναφέρονται σ’ αυτήν, παρότι και η ελάχιστη σχέση δεν είναι δυνατόν να υπάρξει.
Είχα την ευκαιρία να βρεθώ λίγο μετά την πτώση, σε μια επίσκεψη, στη γειτονική χώρα. Αιτία, η δίκη πέντε Βορειοηπειρωτών, με κατηγορίες μεθοδευμένες που επέσυραν ισόβια φυλάκιση. Επισκεφθήκαμε τα ελληνικά χωριά. Σ’ όλη τη διαδρομή οι ανάγκες του χειμώνα είχαν μετατρέψει τις δασικές εκτάσεις σε καμένη γη. Γενικά, φτώχεια και δυστυχία. Οι Αλβανοί μάς έβλεπαν περίπου σαν εξωγήινους. Οπως βλέπαμε, τη δεκαετία του 1950, τους Ελληνοαμερικανούς. Ελληνικές επιχειρήσεις είχαν ήδη εγκατασταθεί από τις πρώτες, ασχέτως αν μεταξύ αυτών υπήρξαν και τυχάρπαστοι που άδραξαν την ευκαιρία να πλουτίσουν και πουλούσαν χρωματισμένο νερό σαν πορτοκαλάδα.
Εσπευσαν λοιπόν, ιδίως οι νεότεροι, να κατακλύσουν τη Γη της Επαγγελίας, την Ελλάδα. Παρά τους αυστηρούς περιορισμούς και από τις δύο πλευρές, μέσα από ρεματιές, λαγκάδια κι απάτητες βουνοκορφές, με θαλάσσιες σχεδίες, κατάφεραν να φθάσουν στο πολυπόθητο μέρος. Χωρίς χαρτιά, χωρίς λεφτά, κοιμούνταν όπου έβρισκαν σαν τα άγρια θηρία. Ο κίνδυνος ελλόχευε με διαφορετικούς τρόπους. Την μέρα κρύβονταν, τη νύκτα περπατούσαν. Δεν ήξεραν πού βρίσκονται. Τους αρκούσε να είναι στην Ελλάδα. Γλώσσα συνεννόησης, οι χειρονομίες. Κυρίως ψάχνανε για δουλειά. Οποιαδήποτε. Καλύτερα μαστόρευαν την πέτρα και μάλιστα περίτεχνα. Αλλά και στο μάζεμα της ελιάς και κάθε μάζεμα. Ηταν όμως παράνομοι. Κι αυτό αποτέλεσε αντικείμενο εκμετάλλευσης απ’ αρκετούς ντόπιους.
Υπήρξαν θύματα, κι απ’ την εδώ πλευρά, αφού ξεχύθηκαν από τις αλβανικές φυλακές και κακοποιά στοιχεία, όχι λίγα, που βρήκαν εδώ πρόσφορο έδαφος. Αλλωστε σκληροί γενικά οι Αλβανοί, διακρίθηκαν από παλιά σαν πολεμιστές μισθοφόροι. Διατηρούσαν όμως πάντοτε σχέσεις με την Ελλάδα, αφού επί οθωμανών συμπολέμησαν σε μεγάλο βαθμό. Πάντα ήταν μια ιδιαίτερη σχέση πάθους, με το μίσος να μετριέται σ’ αδελφοσύνη και το αντίθετο. Δεν μπορεί όμως κανείς ν’ αρνηθεί ότι τελικά επικρατούσε μια κατανόηση. Ισως λόγω συμφέροντος. Τα νέα Αλβανόπουλα ήλθαν, αμφισβητήθηκαν χλευάστηκαν, όπως και οι Βορειοηπειρώτες αδελφοί. Δουλέψανε σκληρά και κατάφεραν ν’ αναστήσουν την αγροτική γη, να ανθίσουν τα περιβόλια, να κρατήσουν ζωντανή την κτηνοτροφία, να κτίσουν κτίρια, φαραωνικά των νεόπλουτων Ελλήνων. Μεθοδικοί, δουλευταράδες, πρακτικοί, κατάφεραν να γίνουν απαραίτητοι και από αποδιοπομπαίοι μετατράπηκαν σε έμπιστους. Εστελναν απ’ το περίσσευμά τους, πλέον, χρήματα και στους γονείς τους και επιπλέον προετοίμαζαν την επιστροφή τους κτίζοντας κι ένα σπιτάκι. Κάπως έτσι δεν συνέβαινε με τους δικούς μας, στα χρόνια της ξενιτιάς, με τους αποχωρισμούς μέσα σε λυγμούς και τον επαναπατρισμό μέσα σε δάκρυα χαράς, όταν αυτή συνέβαινε;
Εκαναν οικογένειες σφιχτές, δεμένες, νοικοκυρεμένες. Και με φιλότιμο τα παιδιά τους πηγαίνουν σχολείο και είναι το ίδιο όμορφα και χαριτωμένα με τα δικά μας. Πολλά προκόβουν. Συμμετέχουν στις εθνικές γιορτές, περηφανεύονται που ζουν εδώ στον τόπο όπου γεννήθηκαν και μεγάλωσαν.
Τα νηπιαγωγεία και τα δημοτικά ζωντάνευσαν, το χωριό ξαναπήρε μπρος. Εγινε και δικό τους. Το χαίρονται, το αγαπούν. Ισως και πιότερο από τα δικά μας. Αλλά κι αυτά δικά μας είναι. Τηρούν και τις παραδόσεις. Πόσοι από μας δεν έχουμε κοντά μας κι έναν Αλβανό που εμπιστευόμαστε. Χάρηκαν στην κατάκτηση του Euro το 2004 και κάποιοι τους το ανταπέδωσαν ειρωνικά, χλευαστικά, υποτιμητικά «Δεν θα γίνεις Ελληνας ποτέ…». Κι όμως, έγιναν όχι μόνο μέσω της νόμιμης οδού αλλά και της αγάπης τους για τον τόπο.
Ας μην αναζητούν τρόπους προσέγγισης οι κυβερνήσεις Ελλάδος – Αλβανίας, αντιστοίχως, γιατί δεν εκφράζονται με ειλικρίνεια. Ποσώς έχει αποδειχθεί πως ενδιαφέρονται για τους Βορειοηπειρώτες οι δικές μας κυβερνήσεις. Παρά μόνο για την ψήφο τους. Οι καλύτεροι πρεσβευτές για τη σωστή επαναπροσέγγιση είναι, μετά τον Αρχιεπίσκοπο Αναστάσιο, όλα αυτά τα παιδιά και οι γονείς τους, που έχουν άλλη προσέγγιση των πραγμάτων. Διαφορετική από φανατισμό και μικροπολιτική. Εγιναν αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητάς μας.
*Ο κ. Δημήτρης Χ. Παξινός είναι πρώην πρόεδρος ΔΣΑ.
Δημοσιεύθηκε στην Έντυπη Καθημερινή
Έντυπη