Η Ελλάδα στην Ευρωζώνη την επόμενη ημέρα των εκλογών
Ακόμη και λίγες ώρες πριν ανοίξουν οι κάλπες στην Ελλάδα διεθνείς επενδυτικοί οργανισμοί και ξένοι αξιωματούχοι στέλνουν προειδοποιητικά μηνύματα στη χώρα μας, για το τι πρόκειται να ακολουθήσει την επόμενη ημέρα των εκλογών.
Διότι μπορεί στην Ελλάδα μεγάλο μέρος του λαού να πιστεύει ότι οι εκλογές σηματοδοτούν το σημείο καμπής για την μέχρι σήμερα εφαρμοζόμενη πολιτική, όμως η οικονομική πραγματικότητα που θα αντιμετωπίσει η νέα κυβέρνηση που θα εκλεγεί στις 25 Ιανουαρίου είναι πιο σκληρή από ποτέ, αφού σύμφωνα με τις υπάρχουσες πληροφορίες η φορολογική διοίκηση εισέπραξε 3 δισεκατομμύρια λιγότερα από αυτά που είχαν τεθεί ως στόχος για το 2014 για τα παλαιά και νέα ληξιπρόθεσμα χρέη και από τις μεγάλες εταιρείες.
Η τρύπα αυτή στα έσοδα αναμένεται να αντιμετωπιστεί από την νέα κυβέρνηση που θα προκύψει από τις αυριανές εκλογές, η οποία θα πρέπει εντός του 2015 να αποπληρώσει ομόλογα, τόκους και δάνεια στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) στις Εθνικές Τράπεζες στις αγορές και στο ΔΝΤ συνολικού ύψους 21,4 δισ ευρώ.
Σύμφωνα με τον κρατικό προϋπολογισμό του 2015 οι δαπάνες για το τρέχον οικονομικό έτος θα φτάσουν τα 55,7 δισ ευρώ, ενώ τα έσοδα υπολογίζονται στα 55,6 δισ ευρώ.
Φυσικά στα παραπάνω νούμερα του προϋπολογισμού, δεν έχει υπολογιστεί το προαναφερθέν κενό των 3 δισ ευρώ, το οποίο δημιουργήθηκε σταδιακά τον περασμένο έτος από την μη πληρωμή των φόρων και θα επιβαρύνει τα οικονομικά του κράτους το τρέχον έτος.
Επιπλέον αξίζει να σημειωθεί ότι στα έσοδα του προϋπολογισμού για το 2015 έχουν υπολογιστεί 2,5 δισ ευρώ, τα οποία θα προκύψουν από τις αποκρατικοποιήσεις και την αξιοποίηση της Δημόσιας περιουσίας.
Σε περίπτωση που ο ΣΥΡΙΖΑ σχηματίσει κυβέρνηση στις 26 Ιανουαρίου, το ποσό αυτό είναι βέβαιο ότι δεν θα εισπραχτεί, λόγω της αρνητικής τοποθέτησης του ΣΥΡΙΖΑ σχετικά με τις κρατικοποιήσεις.
Τουναντίον αυτό που είναι βέβαιο, είναι ότι σε περίπτωση που ο ΣΥΡΙΖΑ εκλεγεί, ο κρατικός προϋπολογισμός θα επιβαρυνθεί με αρκετά επιπλέον δισεκατομμύρια ευρώ, εξαιτίας της υλοποίησης μέρους του προγράμματος της Θεσσαλονίκης.
Όπως είχε υπολογίσει το οικονομικό επιτελείο του ΣΥΡΙΖΑ, το συνολικό ετήσιο κόστος του συγκεκριμένου προγράμματος φτάνει τα 12 δισ ευρώ δηλ. τα μισά από τα χρήματα που χρειάζεται η Ελλάδα να πληρώσει σε ομόλογα, τόκους και δάνεια.
Τέλος, η νέα ελληνική κυβέρνηση θα πρέπει να αναχρηματοδοτήσει έντοκα γραμμάτια ύψους 7 δις ευρώ θα πρέπει να καλυφθούν εξ ολοκλήρου από τις ελληνικές τράπεζες, με δεδομένο ότι οι ξένοι επενδυτές έχουν γυρίσει την πλάτη τους στην Ελλάδα, εν μέσω πολιτικής αβεβαιότητας.
Το βασικό ερώτημα που τίθεται αναφορικά με αυτό το ζήτημα είναι το κατά πόσον οι ελληνικές τράπεζες θα μπορούν να στηρίξουν τις ανάγκες του Δημοσίου και να αγοράσουν ξανά τα έντοκα γραμμάτια, με δεδομένο πως η ροή ρευστότητας από την ΕΚΤ είναι διασφαλισμένη μόνο εφόσον η χώρα μας βρίσκεται σε πρόγραμμα στήριξης από την Ε.Ε. και το ΔΝΤ.
Ουσιαστικά εαν τελικά εφαρμοστεί το οικονομικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ το ελληνικό Δημόσιο θα πρέπει να δαπανήσει αρκετά δισεκατομμύρια ευρώ πάνω από τα 55,7 δισ ευρώ του προϋπολογισμού του 2015 για την υλοποίηση του προγράμματος της Θεσσαλονίκης, να συγκεντρώσει μέχρι το Δεκέμβριο του 2015 συνολικά 21,4 δισ ευρώ για την αποπληρωμή των υποχρεώσεων του ελληνικού Δημοσίου, να καλύψει την μαύρη τρύπα των 3 δισ ευρώ από την μη είσπραξη ληξιπρόθεσμων χρεών του 2013 και του 2014, να βρει επιπρόσθετα 2,5 δισ ευρώ, λόγω της μη υλοποίησης του προγράμματος αποκρατικοποιήσεων και φυσικά να αναχρηματοδοτήσει έντοκα γραμμάτια ύψους 7 δις ευρώ.
Τις παραπάνω υποχρεώσεις της Ελλάδας και τα ζητήματα που θα προκύψουν από μια εκλογή του ΣΥΡΙΖΑ, επισημαίνει σε αναφορά της η Goldman Sachs. Πιο αναλυτικά ο επενδυτικός οίκος αναφέρει πως η Ελλάδα χρειάζεται τα χρήματα των δανειστών για να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του 2015.
Χωρίς τη χρηματοδότηση των 7,2 δις ευρώ από τους δανειστές σημειώνει η Goldman Sachs, θα ανακύψει πιθανή χρεοκοπία, με «αποδέκτες» των επιπτώσεων το ΔΝΤ (με ομόλογα 7,7 δισ. ευρώ που ωριμάζουν μετά τον Ιανουάριο του 2015) και η ΕΚΤ (με ομόλογα 6,7 δισ. ευρώ).
Σε περίπτωση που η Ελλάδα αθετήσει τις πληρωμές της έναντι του ΔΝΤ, των Εθνικών Τραπεζών και πιο ειδικά έναντι της ΕΚΤ, η Κεντρική Τράπεζα δεν θα παρέχει πλέον ρευστότητα στις ελληνικές τράπεζες ούτως ώστε αυτές να μπορούν να αντέξουν την ανάληψη των καταθέσεων, η οποία μέχρι και την περασμένη Παρασκευή συνεχιζόταν με ανησυχητικό ρυθμό.
Σύμφωνα με την Goldman Sachs, αυτό μπορεί να συμβεί εάν η ΕΚΤ αρνηθεί να επεκτείνει την παροχή έκτακτης ρευστότητας μέσω του ELA.
Σε μια τέτοια περίπτωση, η Ελληνική οικονομία θα συρρικνωθεί υπό το βάρος των περιορισμών ανάληψης μετρητών από τις εγχώριες τράπεζες και των ελέγχων στη διακίνηση κεφαλαίων όπως εφαρμόστηκε στην Κύπρο το 2013. Συνέπεια μιας τέτοιας εξέλιξης θα είναι η συρρίκνωση των εξαγωγών καθώς δεν θα γίνονται δεκτές στο παγκόσμιο τραπεζικό σύστημα οι εξαγωγικές ενέγγυες πιστώσεις των ελληνικών τραπεζών και οι συναλλαγές θα διευθετούνται με μετρητά.
Όπως αναφέρει η Goldman Sachs σε περίπτωση εκλογής του ΣΥΡΙΖΑ θα απαιτηθεί η επίτευξη συμβιβασμού με τους δανειστές. Ένας συμβιβασμός είναι πιθανός, όμως ο ΣΥΡΙΖΑ θα χρειαστεί να κάνει μεγάλες υπαναχωρήσεις σε ότι αφορά το οικονομικό του πρόγραμμά.
Σύμφωνα με τον οίκο, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει “επικοινωνήσει” πως είναι έτοιμος να δεσμευτεί αναφορικά με συγκεκριμένες μεταρρυθμίσεις στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων που πιθανότατα θα εκληφθούν από την ΤΡΟΙΚΑ θετικά.
Ωστόσο, το χάσμα που χωρίζει τους δανειστές με το ΣΥΡΙΖΑ σε βασικούς τομείς όπως, οι στόχοι του προϋπολογισμού, η βιωσιμότητα του συνταξιοδοτικού συστήματος, οι μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας και τη νομοθεσία, τις ιδιωτικοποιήσεις και τον αριθμό των δημοσίων υπαλλήλων είναι μεγάλες.
Από την άλλη πλευρά οποιαδήποτε κρούση για κούρεμα του χρέους των Εθνικών Τραπεζών και της ΕΚΤ σε ποσό 50% ή παραπάνω είναι πρακτικά αδύνατο να γίνει δεχτεί από τα κοινοβούλια των χωρών που έχουν δανείσει στην Ελλάδα, αφού σύμφωνα με το κέντρο ερευνών Bruegel τα επιτόκια δανεισμού της χώρας είναι ήδη αρκετά χαμηλά.
Συγκεκριμένα, το επιτόκιο των δανείων του ΕFSF είναι περίπου στο 0,2% ετησίως και ο μέσος όρος αποπληρωμής τους είναι πάνω από 30 χρόνια.
Όπως επισημαίνει το κέντρο ερευνών «Καθώς το κόστος της εξυπηρέτησης του χρέους της Ελλάδας είναι μικρό είναι εξαιρετικά απίθανο τα κοινοβούλια και οι κυβερνήσεις των Ευρωπαίων δανειστών να αποφασίσουν να ακυρώσουν τα δάνεια προς την Ελλάδα και να προχωρήσουν σε αύξηση της φορολογίας για τους πολίτες τους προκειμένου να καλύψουν τις απώλειες τους».
Την ίδια στιγμή η Goldman Sachs εκτιμά ότι, “Οι πιστωτές είναι πιο πρόθυμοι να πληρώσουν το κόστος της αβεβαιότητας μιας ελληνικής χρεοκοπίας παρά να δώσουν χρήματα για πολιτικές που αντιστρέφουν τις μεταρρυθμίσεις που έχουν τεθεί σε εφαρμογή και αποκλίνουν από την οικονομική ορθοδοξία”.
Σε αυτό το πνεύμα κινήθηκαν και οι δηλώσεις του Γερμανού υπουργού Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, ο οποίος σε δηλώσεις του στο CNN και απαντώντας σε σχετική ερώτηση, τόνισε πως η αναδιάρθρωση του χρέους της Ελλάδας «δεν αποτελεί αυτή τη στιγμή καν θέμα».
Σύμφωνα με τον Σόιμπλε, «Αυτό που εξακολουθεί να χρειάζεται η Ελλάδα είναι ένα πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων», ενώ σχολιάζοντας την απόφαση της ΕΚΤ περί ποσοτικής χαλάρωσης υπογράμμισε ότι σε περίπτωση που η Ελλάδα θελήσει να αφήσει πίσω αυτές τις μεταρρυθμίσεις, τότε δεν θα πληρούσε τους όρους για το πρόγραμμα.