Δέκα χρόνια από το ξέσπασμα της Αραβικής Άνοιξης
«Η επανάσταση μού έδειξε ότι όλα είναι δυνατά»: η Αμένι Γκιμάζ ήταν μόλις 18 ετών όταν συμμετείχε στην τεράστια διαδήλωση που πραγματοποιήθηκε στην Τύνιδα και η οποία οδήγησε στην ανατροπή του Ζιν αλ Αμπίντιν Μπεν Άλι στις 14 Ιανουαρίου 2011, ένα γεγονός που συνέβαλε στην πτώση και άλλων Αράβων δικτατόρων.
Ποιος θα φανταζόταν ότι η αυτοπυρπόληση ενός πωλητή φρούτων ένα μήνα νωρίτερα, στις 17 Δεκεμβρίου, στη Σίντι Μπουζίντ, μια περιθωριοποιημένη περιοχή της Τυνησίας, θα μετατρεπόταν σε ένα ιστορικό λαϊκό κίνημα;
Με υψωμένη τη γροθιά, φωνάζοντας την οργή της κατά του αυταρχικού καθεστώτος, όπου κυριαρχούσε ο νεποτισμός και η διαφθορά, η Γκιμάζ ενσάρκωσε την ειρηνική επανάσταση της νεότητας, καθώς η φωτογραφία της βρέθηκε στην πρώτη σελίδα των εφημερίδων την ημέρα της φυγής του Μπεν Άλι.
«Δεν είχαμε κανένα σχέδιο για το μέλλον, όμως ήμασταν βέβαιοι για ένα πράγμα: όλα θα πήγαιναν καλύτερα», σχολιάζει η ίδια.
Από την Τύνιδα στην Τρίπολη, περνώντας από την Αίγυπτο και τη Συρία, απλώθηκε ένα κύμα διαδηλώσεων, το οποίο παραμένει για όσους συμμετείχαν μια χαρούμενη παρένθεση η οποία γέννησε μεγάλες ελπίδες. Πολλές από αυτές δεν εκπληρώθηκαν, ενώ κάποιοι κατηγορούν το κίνημα αυτό ότι άνοιξε τον δρόμο για το χάος και περισσότερη φτώχεια.
«Εκδίκηση»
«Επρόκειτο για εκδίκηση: από τα 18 μου χρόνια είχα υποστεί παρενοχλήσεις, φυλακίσεις», εξηγεί ο αριστερός Τυνήσιος δικηγόρος Αμπντενασέρ Αουίνι, ο οποίος την εποχή εκείνη ήταν 40 ετών. Η φωτογραφία του να γιορτάζει τη φυγή του Μπεν Άλι αψηφώντας την απαγόρευση κυκλοφορίας δύο βήματα από το υπουργείο Εσωτερικών είχαν κάνει τότε τον γύρο του Διαδικτύου.
Σήμερα παραδέχεται ότι «απογοητεύθηκε».
Στην Τυνησία η ανεργία, ο πληθωρισμός και οι ανισότητες, που πυροδότησαν τη φωτιά το 2010, εξακολουθούν να καταστρέφουν τα όνειρα των νέων.
Όμως «υπάρχει πάντα ελπίδα. Ονειρευόμουν, σήμερα έχω επανέλθει στη λογική», επισημαίνει.
Η νεαρή Τυνησία Χουέιντα Ανουάρ τροφοδοτούσε την επανάσταση μέσω του διαδικτύου. Εκείνο τον Ιανουάριο του 2011 γνώριζε ότι την καταζητούσαν και έβγαινε από το σπίτι της με φόβο.
«Οι άνθρωποι πίστευαν ότι η φυγή του Μπεν Άλι θα διόρθωνε τα πράγματα, όμως χρειάζονται 20, 30 χρόνια», λέει. «Δεν είμαι βέβαιη ότι θα προλάβω να δω μια Τυνησία με μια πολιτική σκηνή άξια του ονόματος αυτού, όμως είμαι αισιόδοξη, δεν μπορεί να υπάρξει οπισθοχώρηση στις ελευθερίας, τον πολιτικό πλουραλισμό».
«Όταν κοιτάμε την Αίγυπτο», όπου στην εξουσία επέστρεψε ένας αυταρχικός ηγέτης, «βλέπουμε τον δρόμο που έχουμε κάνει», υπογραμμίζει.
Η Τυνησία είναι η μόνη χώρα της «Αραβικής Άνοιξης» που υιοθέτησε νέο Σύνταγμα και όπου διεξήχθησαν ελεύθερες εκλογές.
«Πιστεύω ακόμη»
Στην Αίγυπτο, έπειτα από τρία ταραγμένα χρόνια και την ανατροπή του ισλαμιστή προέδρου από τον στρατό εγκαθιδρύθηκε ένα καθεστώς υπό τον στρατάρχη Άμπντελ Φάταχ αλ Σίσι, το ίδιο καταπιεστικό με αυτό του Χόσνι Μουμπάρακ.
«Δέκα χρόνια μετά, εξακολουθούν να υπάρχουν προσδοκίες, μεταξύ της νέας γενιάς, αυτών που ήταν παιδιά την εποχή της εξέγερσης», δηλώνει ο Μοχάμεντ Λότφι, 39 ετών, διευθυντής της Αιγυπτιακής Επιτροπής για τα Δικαιώματα και την Ελευθερία (ECRE), μια σημαντική οργάνωση προάσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων με έδρα το Κάιρο.
Όμως «η κυβέρνηση κάνει ό,τι μπορεί για να σκοτώσει αυτό το όνειρο της 25ης Ιανουαρίου», προσθέτει.
Στη Λιβύη, τη Συρία ή την Υεμένη παρατεταμένες συγκρούσεις που ξέσπασαν από την αποδυνάμωση των κεντρικών καθεστώτων εξακολουθούν να μαίνονται.
Ο Μάζντι, ένας 36χρονος Λίβυος, δεν μετανιώνει που διαδήλωσε μέχρι την πτώση του καθεστώτος του συνταγματάρχη Μουάμαρ Καντάφι: η επανάσταση «ήταν απαραίτητη και πιστεύω ακόμη σε αυτή».
Ήταν φοιτητής όταν στις 15 Φεβρουαρίου 2011 στη Βεγγάζι οι λιβυκές δυνάμεις πυροβόλησαν εναντίον των οικογενειών που ζητούσαν δικαιοσύνη για τους συγγενείς τους που σφαγιάσθηκαν το 1996 σε φυλακή πολιτικών κρατουμένων στην Τρίπολη.
«Η χώρα βρισκόταν σε κατάσταση σοκ», θυμάται. «Σε πολλές πόλεις» άνθρωποι «βγήκαν αυθόρμητα στους δρόμους» «σε ένδειξη αλληλεγγύης». «Στην αρχή της εξέγερσης δεν υπήρχε θέμα ανατροπής του καθεστώτος (…) θέλαμε απλώς περισσότερη ελευθερία, δικαιοσύνη και ελπίδα», εξηγεί.
«Παρακολουθούσαμε αυτό που συνέβαινε στην Τυνησία και την Αίγυπτο», συνεχίζει. «Ήταν λοιπόν η σειρά μας, η αλλαγή ήταν αναπόφευκτη, όμως (…) δε νομίζω ότι είχαμε αίσθηση του εύρους των ζημιών που είχε προκαλέσει το καθεστώς Καντάφι στα θεμέλια του κράτους».
Μετά τον θάνατο του Καντάφι τον Οκτώβριο, του 2011 η χώρα βυθίστηκε στη βία μεταξύ διάφορων φυλών και ομάδων τζιχαντιστών που εκμεταλλεύθηκαν το χάος. Οι ξένες παρεμβάσεις αυξήθηκαν, τροφοδοτώντας τις συγκρούσεις που ακόμη δεν έχουν τερματιστεί.
Το ίδιο και στη Συρία. Στην αρχή «ζητούσαμε απλώς μεταρρυθμίσεις», θυμάται ο Ντάχνουν, ο οποίος ήταν τότε μαθητής λυκείου 15 ετών.
Ξεκίνησε από τη Ντεράα, στη νότια Συρία, στις 19 Μαρτίου και η αμφισβήτηση του καθεστώτος του Σύρου προέδρου Μπασάρ αλ Άσαντ, που προέρχεται από τη μειονότητα των Αλουιτών, γρήγορα εξαπλώθηκε.
Ο Ντάχνουν είδε την πρώτου διαδήλωση να πνίγεται στο αίμα, αλλάζοντας τον ειρηνικό χαρακτήρα του κινήματος.
«Δεχθήκαμε επίθεση από μπράβους που έπαιρναν χρήματα από το καθεστώς και μέλη των δυνάμεων ασφαλείας», διηγείται ο φοιτητής των πολιτικών επιστημών από την Ιντλίμπ, τελευταίο προπύργιο των Σύρων ανταρτών.
Ο πόλεμος στη Συρία έχει προκαλέσει τον θάνατο περισσότερων από 380.000 ανθρώπων και εκατομμύρια πρόσφυγες και εκτοπισμένους.
Δέκα χρόνια μετά ο Άσαντ είναι ο μόνος αυταρχικός ηγέτης της Αραβικής Άνοιξης που δεν έχει ανατραπεί. Ο πόλεμος, η οικονομική κρίση και οι κυρώσεις έχουν γονατίσει τη χώρα. Η αντιπολίτευση απέτυχε να παρουσιάσει ενωμένο μέτωπο και πλέον έχει σχεδόν εξαφανιστεί, αφήνοντας ελεύθερο το πεδίο για τον Σύρο πρόεδρο ενόψει των εκλογών του 2021.
Όμως το όνειρο των εξεγερμένων δεν έχει τελειώσει για όλους.
Ο Αμπού Χάμζα, καθηγητής στη Ντεράα, πιστεύει ακόμη ότι “ τα πράγματα δεν μπορούν να μείνουν έτσι”. “ Όταν πεινάς, δεν φοβάσαι πια”, τονίζει.