Δ. Βίτσας : “Στόχος μας η κάλυψη του 20% των αναγκών των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων από την Ελληνική αμυντική βιομηχανία”

Στην διατύπωση του στόχου του υπουργείου του για την συμμετοχή της ελληνικής αμυντικής βιομηχανίας στην κάλυψη των εγχώριων εξοπλιστικών αναγκών προέβη ο Αναπληρωτής Υπουργός Άμυνας Δημήτρης Βίτσας σε συνέντευξη που παραχώρησε τον προηγούμενο μήνα στην αμερικανική ιστοσελίδα National Defence Magazine κατά την διάρκεια της επίσκεψης του στις ΗΠΑ.

Σύμφωνα με τον κύριο Βίτσα στόχος του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας είναι η αύξηση του ποσοστού κάλυψης των εξοπλιστικών αναγκών των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων από την εγχώρια αμυντική βιομηχανία.

Σήμερα όπως αποκάλυψε ο Αναπληρωτής Υπουργός  η Ελληνική αμυντική βιομηχανία καλύπτει το 9% των εξοπλιστικών αναγκών των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων. Στόχος του Υπουργείου είναι αυτό το ποσοστό να αυξηθεί στο 20% χωρίς όμως να προσδιορίζεται η περίοδο μέσα στην οποία θα υλοποιηθεί αυτός ο στόχος.

Από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 όταν ιδρύθηκε η Υπηρεσία Πολεμικής Βιομηχανίας (ΥΠΟΒΙ) στόχος όλων των κυβερνήσεων ήταν η αύξηση του ποσοστού κάλυψης των εγχώριων εξοπλιστικών αναγκών από την Ελληνική αμυντική βιομηχανία.

Όμως παρά το γεγονός ότι από το 1997 μέχρι σήμερα έχουν δαπανηθεί πολλά δισεκατομμύρια ευρώ για την αγορά νέων οπλικών συστημάτων και πολλές ελληνικές αμυντικές βιομηχανίες έλαβαν σημαντικό υποκατασκευαστικό έργο από τις παραγγελίες των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων σε εταιρείες του εξωτερικού, δυστυχώς δεν έγινε μια στοχευμένη επιλογή των “στρατηγικών” τεχνολογιών που θα μπορούσαν να αποκτήσουν οι ελληνικές εταιρείες μέσω των βιομηχανικών συνεργασιών τους με τους ξένους προμηθευτές.

Έτσι μπορεί ένα αξιόλογο μέρος των ελληνικών εξοπλιστικών προγραμμάτων να ανατέθηκε άμεσα στην εγχώρια αμυντική βιομηχανία  (περίπου 3,7 δις ευρώ από τα 13,2 δις ευρώ που δόθηκαν για εξοπλισμούς από το 1997-2002 δηλ. ποσοστό 28%) όμως μετά το πέρας των προμηθειών αυτών, η ελληνική αμυντική βιομηχανία δεν είχε αποκτήσει σημαντική πρόσβαση σε τεχνολογίες που θα τις επέτρεπαν να αναπτύξει δικά της προϊόντα με βάση την εμπειρία και την τεχνογνωσία που υποτίθεται ότι θα έπρεπε να αποκτήσει.

Δυστυχώς δεν υπήρξε μια αναλογική προς το μέγεθος των ελληνικών παραγγελιών πρόσβαση της εγχώριας βιομηχανίας σε νέες τεχνολογίες που στα πλαίσια των Αντισταθμιστικών Οφελών οι ξένες εταιρείες θα έπρεπε να μεταφέρουν στην ελληνική αμυντική βιομηχανία.

Επιπλέον οι περισσότερες αμυντικές βιομηχανίες δεν είχαν σχεδιάσει την επόμενη ημέρα μετά το τέλος του μεγάλου εθνικού εξοπλιστικού προγράμματος που είχε ξεκινήσει ένα χρόνο μετά την κρίση των Ιμίων.

Η εγχώρια αμυντική βιομηχανία την περίοδο 1997-2009 είχε επικεντρωθεί κυρίως στην υλοποίηση των ελληνικού εξοπλιστικού προγράμματος, το οποίο βιαίως περιορίστηκε λόγω των Ολυμπιακών Αγώνων αρχικά και τελικά διακόπηκε λόγω της οικονομικής κρίσης ακολούθως και δεν είχε προβλέψει να επενδύσει στην έρευνα και ανάπτυξη νέων συστημάτων που θα της άνοιγαν τις αγορές του εξωτερικού.

Από την άλλη πλευρά η πολιτεία δεν είχε ένα ξεκάθαρο στόχο για την διαχρονική επιβίωση της ελληνικής αμυντικής βιομηχανίας μετά την ολοκλήρωση του εθνικού εξοπλιστικού προγράμματος χωρίς να δίνει ιδιαίτερη σημασία στην προώθηση των ελληνικών οπλικών συστημάτων στο εξωτερικό.

Τα τελευταία έξι χρόνια αν και η εγχώρια αμυντική βιομηχανία βιώνει την περίοδο των ισχνών αγελάδων λόγω των ανύπαρκτων εθνικών παραγγελιών, οι ελληνικές εταιρείες με μύριες δυσκολίες καταφέρνουν να καινοτομίσουν και να αναπτύξουν νέα προιόντα τα οποία μάλιστα γνωρίζουν εξαγωγικές επιτυχίες σε νέες αγορές ακόμη και στην μακρινή Ασία.

Το πλέον εντυπωσιακό είναι ότι η παραπάνω προσπάθεια υλοποιείται με ιδίους πόρους παρα τα σοβαρά χρηματοδοτικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η ελληνική βιομηχανία και πρα τα γνωστά σε όλους τους εξαγωγείς, προβλήματα της ελληνικής γραφειοκρατίας.

Όσο και αν ακούγεται περίεργο η Ελληνική αμυντική βιομηχανία έχει καταφέρει τα τελευταία έξι χρόνια να εξάγει κάθε χρόνο στρατιωτικό υλικό υψηλής τεχνολογίας αξίας περίπου 200 εκατ. ευρώ, ενώ παράλληλα έχει πετύχει να επιβιώσει υπό τις πλέον δυσμενείς συνθήκες και να εκπροσωπεί την χώρα σε διεθνείς εκθέσεις σε συνεργασία (επιτέλους) με το Ελληνικό κράτος.

Ο στόχος που έθεσε ο Αναπληρωτής Υπουργός είναι σημαντικός όχι γιατί ορίζεται κάποιο επιθυμητό ποσοστό αναφορικά με την εγχώρια κάλυψη των εξοπλιστικών αναγκών, αλλά διότι για πρώτη φορά ακούγεται από επίσημα χείλη ότι υπάρχει κάποιος στόχος για το μέλλον αυτής της βιομηχανίας.

Αν και υπάρχει η πιθανότητα ο στόχος αυτός να μην επιτευχτεί για διάφορους λόγους, κυρίως διότι στα Επιτελεία δεν υπάρχει η “κουλτούρα” της ενίσχυσης της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας αλλά η επίτευξη της επιθυμητής επιχειρησιακής επάρκειας και διαθεσιμότητας ανεξαρτήτως της προελεύσεως των οπλικών συστημάτων, το γεγονός ότι για πρώτη φορά τέθηκε στόχος σημαίνει πολλά.

Φυσικά όλα αυτά που δήλωσε ο Αναπληρωτής Υπουργός είναι θετικά και δημιουργούν μία αίσθηση αισιοδοξίας για την εγχώρια αμυντική βιομηχανία, αρκεί η διαχρονική αυτή πολιτική να υλοποιηθεί και να μην μείνει μόνο στα λόγια όπως έμεινε η δέσμευση του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας πριν από πολλά χρόνια για την διαχρονική αξιοποίηση  ποσοστού μέχρι 1% επί του ύψους του προϋπολογισμού του εξοπλιστικού προγράμματος του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας για την έρευνα και ανάπτυξη νέων οπλικών συστημάτων από την Ελληνική αμυντική βιομηχανία.

Συγγραφέας: Γιώργος Τσιμπούκης

Στρατηγικός Αναλυτής με μεγάλη εμπειρία στην ανάλυση αμυντικών συστημάτων και θεμάτων ασφάλειας. Αναλυτής – Συντάκτης σε εξειδικευμένα περιοδικά Άμυνας και Ασφαλείας.