Μπαράζ αρνητικών μηνυμάτων από την ΕΚΤ, την ΕΕ, το ΔΝΤ και τις ΗΠΑ
Άμεση ήταν η απάντηση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) και των Ευρωπαίων αξιωματούχων στο κάλεσμα του Έλληνα πρωθυπουργού για μια συμβιβαστική λύση μεταξύ της Ελλάδας και της ΕΕ αναφορικά με το ζήτημα του χρέους και του προγράμματος δημοσιονομικής πειθαρχίας και μεταρρυθμίσεων που εφαρμόζεται στην χώρα μας εδώ και τέσσερα χρόνια.
Πιο αναλυτικά μετά τη διαρροή από το Βερολίνο ότι η γερμανική κυβέρνηση δεν δέχεται το ξήλωμα του προγράμματος που μέχρι σήμερα εφαρμοζόταν από την νέα ελληνική κυβέρνηση και την υλοποίηση των παροχών που ο Αλέξης Τσίπρας ανακοίνωσε τον περασμένο Σεπτέμβριο στη Θεσσαλονίκη ήρθε η ΕΚΤ να ανακοινώσει αργά το βράδυ ότι διακόπτει προσωρινά από την 11η Φεβρουαρίου αντί για την 1η Μαρτίου να αποδέχεται τα ομόλογα των ελληνικών τραπεζών και οποιοδήποτε ομόλογο έχει εκδοθεί από το ελληνικό Δημόσιο ή έχει την εγγύηση του ελληνικού Δημοσίου.
Μέσω της συγκεκριμένης διαδικασίας η ΕΚΤ χρηματοδοτούσε με χαμηλό επιτόκιο 0,05% τις ελληνικές τράπεζες συμβάλλοντας στην επάρκεια της ρευστότητας τους. Η χρηματοδότηση των ελληνικών τραπεζών, μέσω ενεχύρων, θα συνεχιστεί κανονικά, αλλά μέσω του μηχανισμού ELA, δηλαδή από την Τράπεζα της Ελλάδος, με υψηλότερο όμως επιτόκιο το οποίο θα φτάνει τουλάχιστον στο 1,5% με την έγκριση της EKT.
Σύμφωνα με την επίσημη ανακοίνωση της ΕΚΤ, «η αναστολή αποδοχής των ελληνικών ομολόγων είναι σύμφωνη με τους κανόνες του ευρωσυστήματος, επειδή σε αυτή τη συγκυρία δεν είναι δυνατόν να υποτεθεί ότι θα υπάρξει επιτυχής ολοκλήρωση και αναθεώρηση του προγράμματος».
Λίγο νωρίτερα ο Έλληνας υπουργός Οικονομικών Γιάννης Βαρουφάκης, είχε προτείνει στους Ευρωπαίους αξιωματούχους να αντλήσει η Αθήνα 10 δισ. ευρώ μέσω της έκδοσης βραχυπρόθεσμων εντόκων γραμματίων.
Η συγκεκριμένη διαδικασία θα αποτελούσε μια χρηματοδότηση «γέφυρα» για την στήριξη της χώρας τους επόμενους τρεις μήνες, μέχρι να υπάρξει νέα συμφωνία με τους Eυρωπαίους εταίρους. Ωστόσο, η ΕΚΤ δεν είναι πρόθυμη να αυξήσει το όριο των 15 δισ. στην έκδοση εντόκων κατά επιπλέον 10 δισ. ευρώ, όπως ζήτησε η νέα ελληνική κυβέρνηση.
Ακόμη μια προειδοποίηση προς την ελληνική κυβέρνηση ήρθε από τον πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Μάρτιν Σουλτς ο οποίος σε συνέντευξη που έδωσε στην εφημερίδα Handelsblatt, δήλωσε ότι, «Αν η Ελλάδα αλλάξει μονομερώς τις συμφωνίες, τότε η άλλη πλευρά δεν θα είναι πλέον δεσμευμένη να τις τηρήσει». Σε τέτοια περίπτωση, σύμφωνα με τον Μάρτιν Σουλτς, η Ελλάδα θα σταματήσει να λαμβάνει χρήματα και το κράτος δεν θα έχει τη δυνατότητα να αυτοχρηματοδοτηθεί.
Αντίστοιχα αρνητικά είναι και τα μηνύματα που έρχονται από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού Ωκεανού αφού τόσο το ΔΝΤ όσο και η κυβέρνηση των ΗΠΑ παίρνουν αποστάσεις από τις θέσεις της ελληνικής κυβέρνησης. Πιο αναλυτικά μετά την ΕΕ το ΔΝΤ αρνείται την αλλαγή του πλαισίου της συνεργασίας της Ελλάδας με το Ταμείο αφού σύμφωνα με τον εκπρόσωπο τύπου του ΔΝΤ, το Ταμείο δεν έχει ξεκινήσει συζητήσεις με την Αθήνα για πιθανές αλλαγές, καθώς υπάρχει ένα τρέχον πρόγραμμα. Όπως συμπλήρωσε ο εκπρόσωπος, «Υπάρχει ένα συμφωνημένο πλαίσιο για τη διαχείριση του χρέους στο τρέχον πρόγραμμα διάσωσης. Δεν έχει υπάρξει συζήτηση με τις ελληνικές αρχές για αλλαγή σε αυτό το πλαίσιο».
Από την πλευρά της η αμερικανική κυβέρνηση μέσω του αντιπροέδρου Τζόζεφ Μπάιντεν ανέφερε πως ο Λευκός Οίκος συμβούλευσε την ελληνική κυβέρνηση να συνεργαστεί με τους Ευρωπαίους ομολόγους της και το ΔΝΤ.
Σύμφωνα με τον Αμερικανό Αντιπρόεδρο, “Τους έχουμε συμβουλεύσει (την ελληνική κυβέρνηση) να το πράξουν και είμαστε αισιόδοξοι ότι οι συνομιλίες που διεξάγονται τώρα είναι για να επιτευχθεί κάποια συνεργασία για αμοιβαία κατανόηση”.
Πάντως το ελληνικό ζήτημα αναμένεται να συζητηθεί στη συνάντηση του προέδρου των ΗΠΑ, Μπαράκ Ομπάμα, με την Γερμανίδα καγκελάριο, ‘Ανγκελα Μέρκελ, στο Λευκό Οίκο, την ερχόμενη Δευτέρα.