Αποτροπή και όχι κατευνασμός με εθνική ισχύ και συμμαχίες
Οι ανατρεπτικές αλλαγές στο ευρύτερο γεωπολιτικό περιβάλλον της Ευρώπης και της χώρας μας δημιουργούν ανασφάλεια αλλά και φόβο στους πολίτες.. Πόσο μάλλον όταν είναι επιβαρυμένοι με την πληγωμένη αυτοπεποίθηση και την έλλειψη αισιοδοξίας για την ισχύ και την πορεία της χώρας μας.
Η περίοδος που διανύουμε δεν είναι «στιγμιαία».
Η μελέτη της ιστορίας και η ανάλυση των νέων δεδομένων στην ισορροπία του οικονομικού ανταγωνισμού διεθνώς, δείχνουν ότι οι αναταραχές στην περιοχή θα συνεχιστούν.
Είναι εμφανές ότι όσον αφορά στην Ελλάδα (αλλά και στην Ευρώπη), η χώρα που έχει οδηγήσει σε αλλαγή πεδίου άσκησης της εξωτερικής πολιτικής είναι η Τουρκία.
Εξετάζοντας την σημερινή Τουρκία του Erdogan και ξεπερνώντας τις πρώτες αναλύσεις περί εσωτερικών προβλημάτων και «κουρδικοποίησης» της τουρκικής πολιτικής, είναι αναγκαίο να κατανοήσουμε μερικά από τα βασικά στοιχεία της Τουρκικής πολιτικής άλλα παλαιά και άλλα νέα.
Η Τουρκία επανέρχεται στην «επεκτατική στρατηγική διαρκείας» δημιουργεί τετελεσμένα μικρά ή μεγάλα που κυμαίνονται από την εισβολή σε άλλη χώρα μέχρι τις συλλήψεις ξένων πολιτών στο έδαφος της. Τα τετελεσμένα αυτά είναι η βάση διαπραγμάτευσης.
Η διαπραγμάτευση γίνεται με την Δύση δηλαδή ΕΕ και ΗΠΑ με την Ελληνοτουρκική μεθόριο να αντιμετωπίζεται ως Δυτικοτουρκική ενώ το εργαλείο της ένταξης στην ΕΕ δεν υπάρχει πια στο τραπέζι για κανέναν.
Η διαρκής αυτονόμηση από την Δύση με επιλογή άλλων συμμάχων κατά περίπτωση και επίδειξη αυταρχισμού δυσκολεύει την έγκυρη και πρόθυμη διαιτησία για τα ελληνοτουρκικά προβλήματα.
Η φαινομενικά απρόβλεπτη συμπεριφορά του Erdogan φαίνεται ότι είναι μελετημένη αν δει κανείς προσεκτικά τις κινήσεις του. Παράδειγμα η κατάκτηση του Αφρίν (συνεννόηση με την Ρωσία) και η παρενόχληση στην ΕΝΙ μέσα στην Κυπριακή ΑΟΖ, την περίοδο των ιταλικών εκλογών.
Ο Erdogan καλλιεργεί και οργανώνει ισλαμοτουρκικά προγεφυρώματα στο εσωτερικό της ΕΕ όπως στην Γερμανία, στο Βέλγιο, στη Βουλγαρία αλλά και στην Ελλάδα. Οι επιπτώσεις στα πολιτικά συστήματα κάποιων χωρών είναι ήδη εμφανείς.
Η χρήση του προσφυγικού που είναι ένα αληθινό πρόβλημα για την Τουρκία με 3,5 εκατομμύρια Σύριους στο έδαφος της χρησιμοποιείται αφενός ως απειλή και εκβιασμός για την Ευρώπη και αφετέρου ως δύναμη εποικισμού των εδαφών της στα ανατολικά σύνορα μετά από το σχέδιο Κουρδικής εκκαθάρισης.
Ο τρόπος αντίδρασης της ΕΕ και των Διεθνών Οργανισμών απέναντι στην Τουρκία μέχρι στιγμής ακολουθεί την πολιτική του κατευνασμού. Η συσσώρευση διαφορετικών προβλημάτων, η στροφή της αμερικανικής πολιτικής, η αναδυθείσα νέα Ρωσία και το νέο τοπίο των ενεργειακών πόρων, κάνουν διστακτικούς Διεθνείς Οργανισμούς και ηγέτες, θέλοντας να κρατήσουν τον Erdogan και την Τουρκία μέσα σε ένα όσο γίνεται συμβατικό πεδίο συνεννόησης. Η Τουρκία είναι η δεύτερη δύναμη συνεισφοράς στρατιωτών στο ΝΑΤΟ.
Η Ελλάδα όμως δεν έχει τα περιθώρια της Στρατηγικής του Κατευνασμού ως χώρα που απειλείται άμεσα και πολλαπλώς. Το αντίθετο του κατευνασμού δεν είναι φυσικά ο τυχοδιωκτισμός ή η εύκολη και επικίνδυνη μαγκιά της ρητορείας. Χρειάζεται Στρατηγική Αποτροπής. Π.χ. στο Αφρίν υπάρχει καταπάτηση του καταστατικού χάρτη των Ηνωμένων Εθνών και βέβαια σαφής καταπάτηση (του άρθρου 3) της Συνθήκης της Λωζάνης όπου καθορίζονται τα σύνορα της Τουρκίας με τη Συρία και το Ιράκ.
Η ελληνική κυβέρνηση θα έπρεπε να έχει θέσει δια της διπλωματικής οδού το ζήτημα στους Διεθνείς Οργανισμούς αλλά και στους συνυπογράφοντες της Συνθήκης. Το θέμα της ένταξης στην ΕΕ της Τουρκίας θέλει από την Ελλάδα νέα προσέγγιση και νέες συμμαχίες.
Τα δύσκολα είναι μπροστά μας και επί μακρόν. Το νέο περιβάλλον είναι εξαιρετικά σύνθετο, μεταβαλλόμενο και απαιτεί εθνική ισχύ και συμμαχίες.
Μία χώρα χρεοκοπημένη, παραγωγικά αδύναμη και με κυβερνώντα κόμματα κακέκτυπα των χειρότερων κομματικών εκφάνσεων της ιστορίας μας, κινδυνεύει να μπει στο περίφημο δίλημμα του Π.Κονδύλη: «Υποταγή ή συντριβή». Η αποφυγή του διλήμματος είναι η στρατηγική της αποτροπής που σημαίνει πρώτον τι αλλάζουμε «εμείς» στη χώρα μας και δεύτερον πως οργανώνουμε τις συμμαχίες μας. Το «εμείς» σημαίνει εθνικό αναστοχασμό που θα μας μετακινήσει από έναν φολκλορικό ελληνοκεντρισμό στην ισχυρή εθνική ταυτότητα και επομένως στη δημιουργία εθνικού ισχυρού μετώπου.
Εθνική ταυτότητα που θα συνδέει το παρελθόν με μεγάλους και ευγενείς στόχους για την πρωτοπορία στη νέα εποχή της 4ης Βιομηχανικής Επανάστασης, με ισχυρούς θεσμούς και αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου.
Το δεύτερο σημείο ,η ανάγκη δηλαδή συμμαχιών, παραπέμπει στον Ελευθέριο Βενιζέλο αλλά και σε όλη την νεοελληνική ιστορία μας. Η συνεπής και προσεκτική επιλογή συμμάχων οι οποίοι μας δίνουν και τους δίνουμε υπήρξε καθοριστικής σημασίας για τις επιτυχίες στη χώρα μας σε δύσκολες εποχές.
Η εύθραυστη στρατηγική συμμαχιών σε περιόδους μεγάλων ανακατατάξεων είναι ο υπ΄αριθμόν ένα κίνδυνος για εθνικό ακρωτηριασμό.
Τα δύο παραπάνω στοιχεία η εθνική ισχύς και οι συμμαχίες προϋποθέτουν την ύπαρξη των αρίστων των Ελλήνων και από την μεριά τους αφιέρωση και θυσία.
Το παράδειγμα του Ελευθερίου Βενιζέλου, όπως γράφει ο Θάνος Βερέμης, συνίσταται στην επιλογή των συνεργατών του. «Ουδέποτε γνώρισε η Ελλάδα υπουργικά συμβούλια σαν του Βενιζέλου. Άτομα με εξαιρετικές ικανότητες και ανάλογη με την δική του βουλητικότητα».
Δυστυχώς το ακριβώς αντίθετο από ότι ζούμε σήμερα όπου οι πλέον κρίσιμοι θεσμοί και θέσεις είναι αποτέλεσμα φτηνών παζαριών και κομματικών ισορροπιών. Η συνταγή για μια όλο και πιο «μικρή» Ελλάδα. Αυτό δεν μπορεί να γίνει πλέον αποδεκτό και οφείλουμε να το αναδείξουμε και να το ανατρέψουμε.
*Η Αννα Διαμαντοπούλου είναι πρόεδρος του Δικτύου για τη Μεταρρύθμιση στην Ελλάδα και την Ευρώπη,
πρώην επίτροπος Ε.Ε – πρώην υπουργός.
*Το άρθρο δημοσιεύτηκε στον Φιλελεύθερο στις 21 Μαρτίου.