Aνταγωνισμός ανάμεσα στην Ουάσινγκτον και το Πεκίνο με άρωμα Ψυχρού Πολέμου

Κεραυνός σε έναν ουρανό που έμοιαζε τόσο καθαρός: την 11η Σεπτεμβρίου 2001, αδιανόητες μέχρι τότε τρομοκρατικές επιθέσεις πλήττουν μία Αμερική που πίστευε ότι ήταν παντοδύναμη έχοντας βγει νικήτρια από τον Ψυχρό Πόλεμο και θρυμματίζουν την ψευδαίσθηση της ήρεμης ομαλότητας.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες, μαζί με τον υπόλοιπο κόσμο, βυθίζονται τότε σε έναν πόλεμο κατά της τρομοκρατίας που θα κυριαρχήσει επί είκοσι χρόνια στις διεθνείς σχέσεις, ανατρέποντας τις ισορροπίες των δυνάμεων στην Μέση Ανατολή, καμουφλάροντας την επανεμφάνιση της Ρωσίας στον ρόλο του στρατηγικού ανταγωνιστή και την ανάδυση της Κίνας ως νέου υπ’ αριθμόν ένα αντιπάλου.

«Σήμερα, φθάνουμε στο τέλος του στρατηγικού κύκλου και κλείνει η παρένθεση όπου ο παγκόσμιος τζιχαντισμός ήταν ο μόνος αναγνωρισμένος εχθρός», λέει ο Ελί Τενεμπάουμ, εκ των συγγραφέων του βιβλίου «Εικοσαετής Πόλεμος» (Guerre de Vinght Ans).

Σύμφωνα με τον ερευνητή του Institut Francais des Relations Internationales (IFRI), «ο στρατηγικός ανταγωνισμός ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις είναι το νέο διεθνές μοντέλο, με την εμφάνιση άλλων παιγνίων που αντικαθιστούν την τρομοκρατική απειλή». Ενα από τα βασικά είναι ο ανταγωνισμός ανάμεσα στην Ουάσινγκτον και το Πεκίνο με άρωμα Ψυχρού Πολέμου.

Ο κύκλος που έκλεισε (;)

Και για να δείξει ότι ο κύκλος έκλεισε, ο Τζο Μπάιντεν ήθελε συμβολικά η 20ή επέτειος της 11ης Σεπτεμβρίου να συμπέσει με την πλήρη αποχώρηση των αμερικανικών δυνάμεων από το Αφγανιστάν. Στην χώρα όπου οι δυνάμεις των ΗΠΑ επενέβησαν την επομένη των επιθέσεων στους δίδυμους πύργους και το Πεντάγωνο για να καταδιώξουν την Αλ Κάιντα, που τις πραγματοποίησε, και για να ανατρέψουν το καθεστώς των ταλιμπάν, που είχε δώσει καταφύγιο και ορμητήριο στην Αλ Κάιντα.

Ομως, η εμμονή στον συμβολισμό έγινε μπούμερανγκ για τον πρόεδρο των ΗΠΑ: λίγο πριν από την 20ή επέτειο, οι ταλιμπάν είναι και πάλι οι κυρίαρχοι της Καμπούλ, έπειτα από αστραπιαία επίθεση που διέλυσε τις αφγανικές δυνάμεις ασφαλείας, τις οποίες εκπαίδευσε, χρηματοδότησε και εξόπλισε η Ουάσινγκτον.

Ο κύκλος έκλεισε δια παντός και, δυστυχώς, αυτή η πλευρά του κόσμου κινδυνεύει και πάλι να γίνει το θέατρο πολύ βίαιων εξτρεμιστών, παρατηρεί ο Μαρκ Γκριν, μέλος της Βουλής των Αντιπροσώπων την 11η Σεπτεμβρίου 2001 και, σήμερα, πρόεδρος του Wilson Center.

Πρώην υπεύθυνος της αμερικανικής, αναπτυξιακής βοήθειας, ανήκει στους ανθρώπους που θεωρούν ότι θα ήταν λογική η παραμονή στο Αφγανιστάν των 2.500 αμερικανών στρατιωτών που βρίσκονταν ακόμη εκεί στην αρχή του έτους, για την προστασία των κεκτημένων, όπως τα δικαιώματα των γυναικών.

Υπερβολική σπουδή

Για άλλους λόγους, κυρίως με άξονα την αντιμετώπιση της τρομοκρατίας, ο Τζον Μπόλτον, πρώην πρεσβευτής των ΗΠΑ στον ΟΗΕ και σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας του Ντόναλντ Τραμπ για κάποιο διάστημα, επιτίθεται στους προέδρους των ΗΠΑ. Τους Δημοκρατικούς Μπαράκ Ομπάμα και Τζο Μπάιντεν, αλλά και τον Ρεπουμπλικανό Τραμπ. Και οι τρεις καταλήφθηκαν από υπερβολική σπουδή για αποδέσμευση για να χαϊδέψουν την κουρασμένη από τους «πολέμους χωρίς τέλος» αμερικανική κοινή γνώμη.

«Είκοσι χρόνια είναι σταγόνα στον ωκεανό!», λέει αυτός ο υποστηρικτής του αμερικανού επεμβατισμού.

«Δεν εξήγησαν γιατί είναι καλύτερο να αμύνεσαι κατά της τρομοκρατικής απειλής στο Αφγανιστάν, από ό,τι στους αμερικανικούς δρόμους και τους αμερικανικούς ουρανούς», δηλώνει στο Γαλλικό Πρακτορείο (AFP).

Ο Τζον Μπόλτον θεωρεί ότι η αμερικανική παρουσία στο Αφγανιστάν ήταν «μία αστυνομία ασφαλείας κατά μίας νέας 11ης Σεπτεμβρίου και αυτό λειτουργούσε». Αντίθετα, η επιστροφή των ταλιμπάν απειλεί να προσφέρει στον τζιχαντισμό νέα καταφύγια, προειδοποιεί.

Ομως, ο Ντόναλντ Τραμπ και στην συνέχεια ο Τζο Μπάιντεν, μαζί με μεγάλο μέρος της αμερικανικής πολιτικής τάξης, πόνταραν στο επιχείρημα ότι μία αναβίωση ενός ισλαμιστικού καθεστώτος στην Καμπούλ δεν αποτελεί ζωτική απειλή για τις Ηνωμένες Πολιτείες και κατέληξαν στο ότι η παραμονή αντιπροσωπεύει υψηλότερο πολιτικό κόστος από την αποχώρηση.

«Ιδεολογική αλαζονεία»

Το αιφνιδιαστικό πισωγύρισμα στο Αφγανιστάν επαναφέρει την συζήτηση σχετικά με την επίμαχη αμφισβητούμενη παρακαταθήκη των πολέμων αυτών που ξεκίνησαν οι Αμερικανοί χιλιάδες χιλιόμετρα από τις ακτές των ΗΠΑ στο όνομα της ιερής «εθνικής ασφαλείας».

«Πόλεμος κατά της τρομοκρατίας» είναι ο όρος που χρησιμοποίησε ο πρόεδρος Τζορτζ Μπους ήδη από το βράδυ της 11ης Σεπτεμβρίου 2001.

Εκείνη την στιγμή, η ομοφωνία ήταν διασφαλισμένη. Με 3.000 νεκρούς σε αμερικανικό έδαφος, οι ΗΠΑ έχουν πληγεί στην καρδιά, όπως ποτέ άλλοτε μετά το Περλ Χάρμπορ το 1941. Και οφείλουν να απαντήσουν.

Το 2001 είναι επίσης η πρώτη χρονιά της νέας χιλιετίας, μετά την ολοκλήρωση της δεκαετίας του 1990 που έδωσε στις ΗΠΑ την απατηλή θέση της μοναδικής υπερδύναμης.

Η πτώση της Σοβιετικής Ενωσης και ο Πόλεμος του Κόλπου, η είσοδος της Κίνας στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου, εγκατέστησαν την αντίληψη της ιδεολογικής υπεροχής των Ηνωμένων Πολιτειών.

Είναι τότε που ο Φράνσις Φουκουγιάμα αναγγέλλει «το τέλος της Ιστορίας» που θα επισφραγίσει την νίκη της φιλελεύθερης δημοκρατίας.

Για τον Αντριου Μπάσεβιτς, πρόεδρο του Quincy Institute for Responsible Statecraft, που προωθεί την μετριοπάθεια και την αυτοσυγκράτηση στην εξωτερική πολιτική, αυτή η «ιδεολογική και στρατιωτική αλαζονεία» και «η πεποίθηση ότι οι αμερικανικές δυνάμεις είναι στο εξής ανίκητες» «οδήγησαν τον Μπους και όσους τον περιέβαλαν να δουν την 11η Σεπτεμβρίου, όχι μόνο ως ασυγχώρητο χαστούκι», αλλά επίσης και ως ευκαιρία να επιδείξουν, χωρίς την παραμικρή αμφιβολία, την υποτιθέμενη απόλυτη αμερικανική ισχύ.

Οι φανφαρόνοι του πολέμου

Περιστοιχισμένος από νεοσυντηρητικούς επεμβατιστές, αποφασισμένους να προωθήσουν το δημοκρατικό μοντέλο σε όλον τον πλανήτη, φανφαρόνους του πολέμου, λένε οι επικριτές τους, ο Τζορτζ Μπους δίνει ένα πολύ ευρύ ορισμό του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας».

«Ή είστε μαζί μας ή είστε με τους τρομοκράτες», είναι το μότο του Τζορτζ Μπους, ο οποίος ανακοινώνει «μακρά, άνευ προηγουμένου, εκστρατεία κατά όλων των καθεστώτων που υποστηρίζουν την τρομοκρατία».

Τον Ιανουάριο 2002, οι ταλιμπάν έχουν ανατραπεί και η Αλ Κάιντα έχει ήδη υποστεί πλήγματα, ο ρεπουμπλικανός πρόεδρος, έχοντας ξεφύγει από τους αρχικούς στόχους, ορίζει τον «άξονα του κακού», στον οποίο εντάσσει το Ιράν, το Ιράκ και την Βόρεια Κορέα.

Ποντάροντας στο κεφάλαιο της πλανητικής συμπάθειας προς τις Ηνωμένες Πολιτείες που διαμορφώθηκε αμέσως μετά την 11η Σεπτεμβρίου , η κυβέρνηση Μπους κατευθύνεται ολοταχώς προς τον πόλεμο στο Ιράκ, ενορχηστρώνοντας την κατηγορία, άνευ αποδείξεων, ότι το καθεστώς του Σαντάμ Χουσέιν κρύβει όπλα μαζικής καταστροφής.

Ομως έχει κάνει λάθος: «Η ομοφωνία ξεφτίζει πολύ γρήγορα» και «η εικόνα της Αμερικής φθίνει, καθώς ο πόλεμος κατά της τρομοκρατίας εκτρέπεται από την κοίτη του», λέει ο Ελι Τενεμπάουμ.

Η εισβολή στο Ιράκ, το 2003, θα εξοργίσει μεγάλο τμήμα της διεθνούς κοινής γνώμης και θα επαναφέρει ιδεολογικά στο προσκήνιο τον τζιχαντισμό, ο οποίος είχε στην πραγματικότητα αποδυναμωθεί μετά το 2001, λέει.

Μία νέα γενιά τζιχαντιστών εμφανίζεται. Αποτελείται από νέους της περιοχής , αλλά και από Δυτικούς που έρχονται στο Ιράκ για να αντιμετωπίσουν τις δυνάμεις κατοχής μετά την ανατροπή του Σαντάμ Χουσέιν.

Μια δεκαετία αργότερα, η αποχώρηση των Αμερικανών αφήνει ένα κενό, που ευνοεί την οργάνωση Ισλαμικό Κράτος και το χαλιφάτο της που δραστηριοποιείται πλέον στην Συρία και το Ιράκ. Η Ουάσινγκτον αναγκάζεται να επιστρέψει το 2014, επικεφαλής διεθνούς στρατιωτικού συνασπισμού.

Απολογισμοί

Περισσότεροι από 800.000 νεκροί, ανάμεσά τους πολλοί αφγανοί και ιρακινοί άμαχοι, κόστος άνω των 6.400 δισεκατομμυρίων δολαρίων, σύμφωνα με μελέτη που δημοσιεύθηκε το 2019 από το Brown University.

Δεν υπήρξε άλλη 11η Σεπτεμβρίου, αλλά οι τρομοκρατικές επιθέσεις του ισλαμικού Κράτους αιματοκύλισαν την Ευρώπη, όπως το Παρίσι τον Νοέμβριο 2015. Και η τρομοκρατική απειλή παραμένει, αν και περισσότερο διεσπαρμένη. Σήμερα, υπάρχουν δύο ή τρεις φορές περισσότεροι τρομοκράτες στον κόσμο από ό,τι το 2001, σύμφωνα με στοιχεία που αναφέρει ο ερευνητής του IFRI.

Οσο για την εικόνα των ΗΠΑ, είναι κηλιδωμένη. Η προσφυγή στα βασανιστήρια, η λειτουργία της φυλακής των Γκουαντάναμο, για να στερηθούν οι κρατούμενοι την προστασία των συνταγματικών ρυθμίσεων, οι στοχευμένες επιχειρήσεις εξόντωσης με μη επανδρωμένα αεροσκάφη σε ξένο έδαφος, έφεραν συχνά τις ΗΠΑ στο περιθώριο του κράτους δικαίου.

«Ο πληθυσμός της περιοχής είναι νεανικός και δεν γνωρίζει παρά αυτήν την Αμερική», δεν έχει μνήμες από την 11η Σεπτεμβρίου 2001, διαπιστώνει η Μαρσίν Αλσχαμάρι, ειδική στην Μέση Ανατολή με έδρα την Βαγδάτη. «Η 11η Σεπτεμβρίου προκάλεσε δύο πολέμους που άλλαξαν δια παντός την ισορροπία δυνάμεων στην περιοχή».

Η αποδυνάμωση του Ιράκ ενίσχυσε «την περιφερειακή ισχύ του Ιράν», του μεγάλου εχθρού των ΗΠΑ, «ωθώντας την Σαουδική Αραβία να αντιδράσει στο πλαίσιο ενός ανταγωνισμού με καταστροφικά αποτελέσματα.

Η Κίνα, το πρόβλημα του αιώνα

Σήμερα, αρχίζει να διαμορφώνεται κάποια συναινετική αντίληψη: ο πόλεμος κατά της τρομοκρατίας έχει εκτραπεί από τον αρχικό του στόχο.

Αν στα πρώτα του στάδια ο πόλεμος επέτρεψε τον περιορισμό της τρομοκρατικής απειλής, οι Δυτικοί δεν κατόρθωσαν «να διαχειρισθούν την φάση της σταθεροποίησης των χωρών, με αποτέλεσμα την διαμόρφωση μίας πολιτικής απάθειας απέναντι στους πολέμους αυτούς», σύμφωνα με τον Ελί Τενεμπάουμ .

Ακόμη και ο Τζον Μπόλτον, συνοδοιπόρος των νεοσυντηρητικών, χωρίς ωστόσο να συμμερίζεται το όραμα της εξαγωγής της δημοκρατίας δια της στρατιωτικής βίας, καταγγέλλει αυτήν την πρόθεση «οικοδόμησης κρατών» με κάθε τίμημα , αντί της επιλογής απλών στόχων στο πλαίσιο της καταπολέμησης της τρομοκρατίας.

Για να δικαιολογήσει την αποχώρηση από το Αφγανιστάν, παρά την τροπή που πήραν τα γεγονότα, ο Τζο Μπάιντεν επιμένει ότι η Αμερική πρέπει να φυλάξει δυνάμεις και πόρους για τον ανταγωνισμό με τους πραγματικούς στρατηγικούς ανταγωνιστές της, την Ρωσία και την Κίνα.

Αλλωστε, η κυβέρνησή του κήρυξε το Πεκίνο, και όχι την τρομοκρατία, το μεγαλύτερο γεωστρατηγικό πρόβλημα του 21ου αιώνα, σε ομοφωνία με τους αμερικανούς πολιτικούς, διπλωμάτες και διανοούμενους.

«Εκτρεπόμαστε προς έναν νέο Ψυχρό Πόλεμο με τη Κίνα», λέει ο Αντριου Μπάσεβιτς. «Είναι η ολίσθηση προς ένα νέο θέατρο, στο οποίο η προσπάθεια διατήρησης ή αποκατάστασης της αμερικανικής υπεροχής ξαναρχίζει».

(πηγή: ΑΠΕ ΜΠΕ)

ViaDiplomacy Newsroom