Αγγελος Μ.Συρίγος, Ευάνθης Χατζηβασιλείου: «Ενώπιον κρίσιμων αποφάσεων»
Το ελληνικό κράτος ουδέποτε επιχείρησε να μονοπωλήσει το σύνολο της γεωγραφικής περιοχής της Μακεδονίας, με όποιον τρόπο και εάν αυτή οριζόταν στις διεθνείς προσλήψεις. Πάντοτε αποδέχθηκε ότι τμήματα της γεωγραφικής Μακεδονίας ανήκαν και σε γειτονικές χώρες. Επιδίωξε όμως να μην επιτρέψει σε άλλο κράτος ή λαό να μονοπωλήσει το σύνολο της περιοχής. Αυτή υπήρξε σταθερή πολιτική της Ελλάδας επί 150 χρόνια.
Με τη Συμφωνία των Πρεσπών, η Ελλάδα δυστυχώς εγκαταλείπει αυτή την πολιτική. Η αλλαγή του ονόματος της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας (σε «Βόρεια Μακεδονία») πρακτικά αναιρείται από το γεγονός ότι, με τη Συμφωνία, ο λαός της γειτονικής χώρας θα αποκαλείται «μακεδονικός» (και όχι «βορειομακεδονικός»). Αυτό άλλωστε προβλέπει και το αναθεωρημένο της Σύνταγμα και η ρηματική διακοίνωση της ΠΓΔΜ περί συμμόρφωσης με τις υποχρεώσεις της. Η εξαιρετικά ατυχής επιλογή του όρου «nationality» της γειτονικής χώρας συνοδεύεται από τον ορισμό της ως «μακεδονική/πολίτης της Βόρειας Μακεδονίας». Πέραν όμως αυτού, το άρθρο 7 της Συμφωνίας ορίζει ότι με τους όρους «Μακεδονία» και «μακεδονικός» θα περιγράφονται, ως προς την ΠΓΔΜ, «η επικράτεια, η γλώσσα, ο πληθυσμός και τα χαρακτηριστικά τους, με τη δική τους ιστορία, πολιτισμό και κληρονομιά». Σίγουρα, αυτό δεν είναι ορισμός ιθαγένειας. Είναι ορισμός ταυτότητας.
Με τη συμφωνία των Πρεσπών η Ελλάδα αναγνωρίζει στο άρθρο 1.3 «μακεδονική γλώσσα», και μάλιστα με τη ρητή και ανακριβή αναφορά ότι ως τέτοια είχε αναγνωριστεί από το 1977. Αυτό δημιουργεί πολλά προβλήματα:
Πρώτον, έτσι η Ελλάδα παίρνει θέση σε μια ταυτοτική διαμάχη μεταξύ γειτονικών της κρατών (Βουλγαρίας και ΠΓΔΜ): χωρίς να έχει οποιοδήποτε συμφέρον για τούτο, προσβάλλει το βουλγαρικό εθνικό αίσθημα, κάτι που αποτελεί βασικό λάθος στις διεθνείς σχέσεις.
Δεύτερον, με την κύρωση της Συμφωνίας, η αναγνώριση τέτοιας γλώσσας (χωρίς προσδιορισμό) θα αποκτήσει ισχύ και στο εσωτερικό δίκαιο της Ελλάδας. Το άρθρο 1.8 της Συμφωνίας ορίζει: «Από τη θέση σε ισχύ της παρούσης Συμφωνίας […] τα Μέρη θα χρησιμοποιούν το όνομα και τις ορολογίες του άρθρου 1.3 για όλες τις χρήσεις και για όλους τους σκοπούς erga omnes, ήτοι, εσωτερικά, σε όλες τις διμερείς σχέσεις τους και σε όλους τους περιφερειακούς και διεθνείς οργανισμούς και θεσμούς». Το erga omnes δεν αφορά μόνον την ΠΓΔΜ. Η Συμφωνία αναφέρεται στα «Μέρη». Επομένως, είναι erga omnes και για την Ελλάδα αυτή η ονομασία. Και είναι λανθασμένος ο ισχυρισμός ότι η Ελλάδα θα μπορεί να αποκαλεί τη γλώσσα αυτή διαφορετικά. Η κυβερνητική πλευρά «καθησυχάζει» τον ελληνικό λαό με ανακρίβειες.
Ετσι, με τη συμφωνία των Πρεσπών αλλάζει μεν το όνομα της ΠΓΔΜ, το οποίο λαμβάνει γεωγραφικό προσδιορισμό, αλλά δεν αποτρέπεται η μονοπώληση από αυτήν της ταυτότητας του συνόλου της γεωγραφικής περιοχής, συμπεριλαμβανομένης της ελληνικής Μακεδονίας. Η Ελλάδα εγκαταλείπει μια βασική πολιτική 150 ετών. Είναι δε περίεργο το επιχείρημα ότι η διευθέτηση τούτη συνάδει με την πολιτική των ελληνικών κυβερνήσεων και ιδίως με τις αποφάσεις του 2008. Ολες οι ελληνικές κυβερνήσεις στο παρελθόν επιζήτησαν την αλλαγή του ονόματος του κράτους επειδή αυτό, κατά την παγκόσμια πρακτική, θα συμπαρέσυρε το όνομα του λαού του. Είναι αστείο να ισχυριζόμαστε μόνοι μας, ότι επί 28 χρόνια η Ελλάδα ζητούσε αλλαγή του κρατικού ονόματος της ΠΓΔΜ για να έχει το δικαίωμα να αποκαλεί τον λαό της «Μακεδόνες», σκέτο! Η συμφωνία των Πρεσπών κινδυνεύει να δημιουργήσει τεράστιο πρόβλημα ταυτότητας για τρία εκατομμύρια Ελληνες Μακεδόνες και να προκαλέσει έκρηξη εθνικισμού μέσα στη χώρα.
Στο βιβλίο μας για τη συμφωνία των Πρεσπών, λαμβάνουμε μια άποψη κριτική απέναντί της. Θεωρούμε ότι θα επιφέρει περίεργα και επάλληλα αδιέξοδα και ότι δεν θα καταφέρει να αποτελέσει τη βάση για την εξομάλυνση των σχέσεων μεταξύ των εμπλεκομένων κρατών και λαών. Πρέπει όμως να τονίσουμε ότι οι επόμενες ημέρες, καθώς θα βαίνουμε προς την κοινοβουλευτική συζήτηση για την κύρωσή της, θα είναι δύσκολες. Επίσης δύσκολο θα είναι το διάστημα μετά την πιθανότατη κύρωσή της και τη θέση της σε ισχύ, όταν θα αρχίσουν να διαφαίνονται και οι συνέπειές της. Είναι αναγκαίο όλες οι πλευρές να διατηρήσουν τη νηφαλιότητά τους και να αποφύγουν τις ακρότητες. Από εκεί και πέρα, ο ενεργός πολίτης πρέπει να γνωρίζει με ακρίβεια τη νέα κατάσταση που η πιθανή κύρωση της Συμφωνίας θα δημιουργήσει για τη χώρα.
* Ο κ. Αγγελος Συρίγος είναι αναπληρωτής καθηγητής Διεθνούς Δικαίου και Εξωτερικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Ο κ. Ευάνθης Χατζηβασιλείου είναι καθηγητής στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Είναι συγραφείς του βιβλίου «Η Συμφωνία των Πρεσπών και το Μακεδονικό».