Αμερικανός Αξιωματούχος στο «Viadiplomacy» – Η Ελλάδα ενεργειακός κόμβος στην Ευρώπη
Την πεποίθηση ότι σε πέντε χρόνια από σήμερα η Θεσσαλονίκη και η περιοχή ευρύτερα θα περιλαμβάνονται μεταξύ των πλέον ωφελουμένων από την εφαρμογή της Συμφωνίας των Πρεσπών, εξέφρασε σήμερα ανώτερος Αμερικανός αξιωματούχος, στη διάρκεια συνάντησης με δημοσιογράφους, ενόψει της δεξίωσης του Ελληνοαμερικανικού Επιμελητηρίου Βόρειας Ελλάδας που πραγματοποιήθηκε το βράδυ της Δευτέρας.
Όπως χαρακτηριστικά είπε, το όφελος προκύπτει από το γεγονός ότι η Συμφωνία βοηθά τη Θεσσαλονίκη να επανατοποθετηθεί στον γεωπολιτικό χάρτη ως το κοσμοπολίτικο ευρωπαϊκό σταυροδρόμι για τις χώρες των Δυτικών Βαλκανίων, που θέλουν να απευθυνθούν στην παγκόσμια αγορά.
Ο ίδιος χαρακτήρισε τη Συμφωνία ως «game changer», δηλαδή ως εξέλιξη που αλλάζει τους όρους του παιχνιδιού, ενώ διατύπωσε την εκτίμηση ότι δεν έχει ακόμη εκτιμηθεί επαρκώς στην Ελλάδα η θετική μεταμορφωτική επίδρασή της (της συμφωνίας) στην αντίληψη που διαμορφώνεται για τη χώρα μας στις ΗΠΑ και ιδίως στην Ουάσιγκτον, αλλά και διεθνώς.
Για το μεγαλύτερο μέρος της δεκαετίας, σχολίασε, οι άνθρωποι αντίκριζαν την Ελλάδα υπό τον πρίσμα των προκλήσεων που αντιμετώπιζε, είτε αυτές σχετίζονταν με την οικονομική κρίση είτε με την προσφυγική κρίση. Με τη Συμφωνία των Πρεσπών, ωστόσο, η Ελλάδα αναδείχτηκε σε πηγή λύσεων και πυλώνας σταθερότητας, υπογράμμισε.
Στις ΗΠΑ και την Ουάσιγκτον, εξήγησε, το όλο θέμα δεν έχει να κάνει με την κυβέρνηση, την αντιπολίτευση, το ένα ή το άλλο πολιτικό κόμμα. «Έχει να κάνει πραγματικά με την αντίληψη που υπάρχει πλέον για την εικόνα της Ελλάδας ως ΝΑΤΟϊκού συμμάχου και ως μέλους του πυρήνα της ΕΕ, που έχει έναν μοναδικά σημαντικό ρόλο να διαδραματίσει στη σταθεροποίηση της περιοχής» και στην πορεία των δυτικών Βαλκανίων εντός του ευρωπαϊκού πλαισίου, προσέθεσε.
Ενεργειακός κόμβος, με ρόλο στη διαφοροποίηση της τροφοδοσίας
Σε ερώτηση του «Viadiplomacy» το ρόλο της Ρεβυθούσας και της Αλεξανδρούπολης και πόσο επηρεάζουν την ενεργειακή πολιτική των ΗΠΑ στην Ευρώπη, επισήμανε ότι μια από τις σημαντικότερες εξελίξεις των τελευταίων δυόμισι χρόνων στην Ελλάδα ήταν η ανάδυση της χώρας μας ως σημαντικού ενεργειακού κόμβου για την Ευρώπη. Όπως παρατήρησε, το 2020 ο Διαδριατικός Αγωγός (TAP), που διέρχεται στο μεγαλύτερο μέρος του από τη χώρα μας, θα αρχίσει να μεταφέρει αέριο στην Ευρώπη και «όταν αυτό συμβεί θα είναι το πρώτο νέο έργο υποδομής που θα έχει πραγματοποιηθεί στην Ευρώπη, ειδικά για να μεταφέρει μη ρωσικό αέριο» στις ευρωπαϊκές αγορές. Αντίστοιχα, σημείωσε, η επέκταση του έργου στη Ρεβυθούσα κατέστησε οικονομικά ανταγωνιστική τη μεταφορά αμερικανικού LNG στην Ελλάδα, καθώς πριν από αυτό δεν υπήρχε η δυνατότητα αποθήκευσης του καυσίμου.
Σε άλλη ερώτηση του «Viadiplomacy», για τα έργα που είναι σε προτεραιότητα για τις ΗΠΑ στην Βόρεια Ελλάδα, στον ενεργειακό τομέα για τη Βόρεια Ελλάδα, έθεσε ως πρώτη την έναρξη κατασκευής του IGB, σημειώνοντας ότι η Βουλγαρία και όλες οι χώρες της πρώην Γιουγκοσλαβίας, που εξαρτώνται κατά 100% από το αέριο της Gazprom, «ξαφνικά αποκτούν μια εναλλακτική επιλογή τροφοδοσίας» μέσω της Ελλάδας, γεγονός που επιβεβαιώνει την πραγμάτωση του ρόλου της ως ενεργειακού κόμβου στην Ευρώπη.
Αναφέρθηκε επίσης στο FRSU -κάνοντας ιδιαίτερη μνεία στο θετικό market test του περασμένου Δεκεμβρίου- και στην προώθηση των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας, για τις οποίες είπε ότι δεν ενδιαφέρουν μόνο την Tesla, αλλά και μεγάλη εταιρεία από το Σικάγο που ασχολείται με την παραγωγή ενέργειας από αιολικά πάρκα και την αποθήκευσή της.
Υπενθύμισε ότι οι ΗΠΑ διάκεινται θετικά απέναντι στα ενεργειακά έργα που μειώνουν την εξάρτηση από το ρωσικό αέριο, καθώς η ανησυχία τους έγκειται στο ρωσικό μοτίβο της αξιοποίησης της ενεργειακής εξάρτησης ως όπλου και εργαλείου παρέμβασης στις ευρωπαϊκές χώρες. Για αυτό και -όπως είπε- οι ΗΠΑ είναι τόσο αρνητικές απέναντι στο έργο του North Stream II και κάνουν ό,τι μπορούν για να το σταματήσουν.
Δεν τίθεται θέμα με τα εμπορικά σήματα και τις γεωγραφικές ενδείξεις
Ο Αμερικανός αξιωματούχος, που την Δευτέρα επισκέφτηκε βορειοελλαδικές επιχειρήσεις, εξέφρασε ακόμη την πεποίθηση ότι ουσιαστικά δεν τίθεται θέμα με τα εμπορικά σήματα των ελληνικών εταιρειών και προϊόντων, που φέρουν στην επωνυμία τους τη λέξη «Μακεδονία», ούτε με τις αντίστοιχες γεωγραφικές ενδείξεις. Όπως χαρακτηριστικά επισήμανε, οι ελληνικές επιχειρήσεις που έχουν τη λέξη «Μακεδονία» στις επωνυμίες τους, είναι ήδη πλήρως εξοικειωμένες με τις νομικές απαιτήσεις της ΕΕ για θέματα εμπορικών σημάτων και γνωρίζουν πολύ καλά πώς να δραστηριοποιούνται σε ένα κοινοτικό περιβάλλον.
Πρόσθεσε ότι ο ίδιος δεν έχει δει κάτι στη Συμφωνία των Πρεσπών ούτε έχει ακούσει κάτι από το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών που να συνηγορεί υπέρ του ότι οι ελληνικές επιχειρήσεις θα χάσουν κάτι. Αντίθετα, είπε, θα έχουν το οικονομικό όφελος που συνεπάγεται η σταθεροποίηση της γεωγραφικής γειτονιάς της Ελλάδας και η σταθερή πορεία των κρατών της περιοχής προς την ΕΕ. Διατύπωσε δε την εκτίμηση ότι οι φόβοι που έχουν εκφραστεί για τις επιπτώσεις της συμφωνίας στις ελληνικές επιχειρήσεις, σχετίζονται περισσότερο με παραπληροφόρηση ή μάλλον με έλλειψη επαρκούς ενημέρωσης.