Αυτά είναι τα 9 λάθη για οποία ο Άξονας έχασε τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο
Αμέτρητες σελίδες έχουν γραφτεί σε αναλύσεις των παραγόντων που επηρέασαν την έκβαση και του αποτέλεσμα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Πάνω από 70 χρόνια μετά το τέλος του, αποτελεί αντικείμενο ενδελεχούς ανάλυσης από ιστορικούς, στρατιωτικούς, πολιτικούς επιστήμονες και αναλυτές και μη, που, δεκαετίες μετά, εξετάζουν κάθε πτυχή της πιο καταστροφικής πολεμικής σύγκρουσης στη γνωστή ιστορία.
Εκ των υστέρων, είναι εύκολο να σχηματίσει και να εκφέρει κανείς μια, στοιχειώδη έστω, άποψη σχετικά με το πού μπορεί να έκανε λάθος η μια πλευρά ή η άλλη σε ένα ζήτημα, από την άνεση του σπιτιού και της βιβλιοθήκης ή του υπολογιστή του, ή σε συζητήσεις μεταξύ «παντογνωστών», όπως είναι πολύ κοινό φαινόμενο στη χώρα μας άλλωστε. Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος δεν αποτελεί εξαίρεση, και, 70+ χρόνια μετά, σχεδόν όλοι είναι σε θέση να προσδιορίσουν κάποιες λάθος επιλογές της ηγεσίας του Άξονα, οι οποίες είχαν αποτέλεσμα η ναζιστική Γερμανία και οι σύμμαχοί της να χάσουν τελικά τον πόλεμο: Η εισβολή στη Σοβιετική Ένωση δεν είχε την κατάληξη την οποία ήθελε ο Χίτλερ, ενώ, όπως αποδείχτηκε, είχαν υποτιμηθεί σημαντικά οι δυνατότητες του Κόκκινου Στρατού, της σοβιετικής βιομηχανίας και (προφανώς) του Σοβιετικού στρατιώτη. Η επίθεση του Άξονα στην Ελλάδα αποδείχτηκε ένα εγχείρημα με μεγάλο κόστος, το οποίο δεν απέδωσε ιδιαίτερα στρατηγικά οφέλη, πέρα από τη «διάσωση» του Μπενίτο Μουσολίνι, ο οποίος είχε μπλέξει σε έναν πόλεμο τον οποίο δεν μπορούσε να κερδίσει. Οι προσωπικές παρεμβάσεις του Χίτλερ σε στρατιωτικά ζητήματα συχνά δημιουργούσαν προβλήματα στους στρατηγούς του, οι οποίοι γνώριζαν πολύ καλύτερα τι έπρεπε και μπορούσε να γίνει και πώς. Η Ιαπωνία, με όλη την πολεμική της παράδοση, το ικανότατο και φανατικό έμψυχο δυναμικό και τη υψηλή (στην πρώτη φάση του πολέμου, τουλάχιστον) της τεχνολογία, δεν κατάφερε να επικρατήσει απέναντι στον κολοσσό των ΗΠΑ- και άλλα πολλά, που έχουν συζητηθεί και αναλυθεί εκτενέστατα.
Σε κάθε περίπτωση, εάν επιχειρούσαμε να υποδείξουμε μια σειρά στρατηγικών λαθών στα οποία προέβη η ηγεσία του Άξονα- χωρίς να τα θεωρούμε ως τα μοναδικά, να αποκλείουμε τα υπόλοιπα ή να προβαίνουμε σε υπεραναλύσεις- θα μπορούσαμε να ξεχωρίσουμε συνοπτικά αυτά που ακολουθούν.
https://youtu.be/lhlDMYAGoMo
Η εισβολή στη Σοβιετική Ένωση τη στιγμή και υπό τις συνθήκες που έγινε. Εμφανώς το πιο προφανές όλων. Μια ματιά στον χάρτη και μόνο- στις αχανείς εκτάσεις της Ρωσίας- καθιστά εύκολα κατανοητό την τεράστια δυσκολία και πολυπλοκότητα του εγχειρήματος, αλλά αυτό επ’ουδενί σημαίνει ότι μια νίκη της Βέρμαχτ ήταν ανέφικτη- για την ακρίβεια έφτασαν πάρα πολύ κοντά στο να εκπληρώσουν σειρά αντικειμενικών σκοπών που θα είχαν αποτέλεσμα βαρύτατα πλήγματα στη σοβιετική πολεμική προσπάθεια, αλλά και στην ίδια τη σοβιετική ηγεσία: Δεν είναι καθόλου σίγουρο πως ο Στάλιν θα είχε καταφέρει να συνεχίσει να ηγείται μετά από μια πτώση της Μόσχας. Επίσης, το δόγμα του Χίτλερ για μη παραχώρηση σπιθαμής εδάφους από αυτά που είχαν καταληφθεί είχε αποτέλεσμα περιορισμό των επιλογών των διοικητών του, χάριν πιο «ορθολογικών» κινήσεων- κορυφαίο παράδειγμα η Μάχη του Στάλινγκραντ. Σε ευρύτερο πλαίσιο στρατηγικής, το Γ’ Ράιχ ξεκίνησε το μεγαλύτερο εγχείρημά του, το οποίο θα απαιτούσε κάθε ικμάδα των δυνάμεών του, έχοντας ακόμα πολύ σημαντικά ανοικτά μέτωπα.
https://youtu.be/2lpOQNNjejs
Η κήρυξη πολέμου από τον Χίτλερ προς τις ΗΠΑ. Οι ΗΠΑ κήρυξαν τον πόλεμο στην Ιαπωνία μετά την επίθεση στο Περλ Χάρμπορ, αλλά όχι στη Γερμανία (αν και υποστήριζαν τη Βρετανία, δεν είχαν εμπλακεί ενεργά στις επιχειρήσεις, με το κίνημα κατά της παρέμβασης στα ευρωπαϊκά δρώμενα να είναι αρκετά ισχυρό, με «πρωταγωνιστή» μάλιστα τον διάσημο αεροπόρο Τσαρλς Λίντμπεργκ). Ο Χίτλερ ωστόσο, κήρυξε τον πόλεμο στις ΗΠΑ στις 11 Δεκεμβρίου, λίγες μόνο ημέρες μετά το Περλ Χάρμπορ- παρόλα αυτά, αξίζει να σημειωθεί πως βάσει της συμφωνίας με την Ιαπωνία, η Γερμανία θα έπρεπε να βοηθήσει την Ιαπωνία μόνο αν η δεύτερη δεχόταν επίθεση. Αξίζει να σημειωθεί πως ο Γερμανός υπουργός Εξωτερικών, φον Ρίμπεντροπ, κατέβαλε κάθε δυνατή προσπάθεια να κερδίσει χρόνο όταν οι Ιάπωνες απαιτούσαν κήρυξη πολέμου από τη Γερμανία προς τις ΗΠΑ. Εάν οι Γερμανοί είχαν ακολουθήσει άλλη γραμμή, κάνοντας το παν για να αποφύγουν τη σύγκρουση με τις ΗΠΑ, ίσως να το είχαν καταφέρει. Ωστόσο ο Χίτλερ φοβόταν πως οι ΗΠΑ μπορεί να κήρυτταν πόλεμο ούτως ή άλλως, και μάλλον ήλπιζε ότι οι Ιάπωνες όντως θα μπορούσαν να προκαλέσουν σημαντικό πρόβλημα στους Αμερικανούς ώστε να τους κρατήσουν μακριά από την Ευρώπη- ίσως και να τους νικήσουν. Όπως αποδείχτηκε, τα πράγματα ακολούθησαν διαφορετική πορεία.
Η εκστρατεία στα Βαλκάνια, περιλαμβανομένης της επίθεσης κατά της Ελλάδας. Ο «σύντομος νικηφόρος πόλεμος» που είχε σχεδιάσει ο Μουσολίνι κατά της χώρας μας, επιδιώκοντας ένα «τρόπαιο» αντίστοιχο αυτών του Χίτλερ, δεν πήγε όπως τον είχε σχεδιάσει, με αποτέλεσμα τον διασυρμό του ίδιου και των ενόπλων δυνάμεών του στα χέρια του ελληνικού στρατού. Η Γερμανία – η οποία επιθυμούσε και σε μεγάλο βαθμό επεδίωκε την ουδετερότητα της Ελλάδας, καθώς διατηρούσε ασφαλή τη νοτιοανατολική της πτέρυγα, κάτι που οι Βρετανοί ήθελαν να αλλάξουν, επιδιώκοντας την είσοδο της χώρας μας στον πόλεμο στο πλευρό των Συμμάχων- παρενέβη, με αποτέλεσμα την κατάρρευση του μετώπου και την κατοχή της Ελλάδας. Μία γνωστή εκτίμηση είναι ότι τα γεγονότα στην Ελλάδα καθυστέρησαν την εισβολή στη Σοβιετική Ένωση κατά εβδομάδες, με τις ολέθριες συνέπειες που είχε για τη Βέρμαχτ η έλευση του χειμώνα στο Ανατολικό Μέτωπο. Αν και κάποιοι ιστορικοί αμφισβητούν πως ισχύει όντως κάτι τέτοιο, σε κάθε περίπτωση η εκστρατεία στην Ελλάδα και τα Βαλκάνια γενικότερα είχε κόστος σε έμψυχο και άψυχο δυναμικό, καθώς και σε χρόνο, ενώ επηρέασε και τα δρώμενα στο μέτωπο της Βόρειας Αφρικής.
Το «θαύμα» της Δουνκέρκης. Η Γαλλία είχε καταρρεύσει υπό τα πλήγματα του «κεραυνοβόλου πολέμου» (Blitzkrieg) της Βέρμαχτ. Το βρετανικό εκστρατευτικό σώμα, έχοντας χάσει μεγάλο μέρος του οπλισμού του, υποχωρούσε κακήν κακώς, προσπαθώντας να αποφύγει την ολοκληρωτική καταστροφή και να διαφύγει πίσω στη Βρετανία, με τα νικηφόρα γερμανικά τεθωρακισμένα κατά πόδας. Ωστόσο, η γερμανική προέλαση προς τη Δουνκέρκη, από όπου σχεδιαζόταν η εκκένωση των υποχωρούντων δυνάμεων, σταμάτησε για τρεις ημέρες, χρονικό διάστημα το οποίο επέτρεψε στους Συμμάχους να εκκενώσουν πάνω από 330.000 άνδρες, χρησιμοποιώντας κάθε μέσον, υπό τις βόμβες της Luftwaffe. Η εντολή αυτή είναι από τις πιο αμφιλεγόμενες του πολέμου, και θεωρείται πως προτάθηκε από τους κορυφαίους στρατηγούς Γκερντ φον Ρούνστεντ και Γκούντερ φον Κλούγκε, ώστε να υπάρξει ανασύνταξη των ταχύτατα προωθούμενων γερμανικών δυνάμεων (σημειώνεται πως η τεράστια επιτυχία του Blitzkrieg στη Γαλλία είχε αιφνιδιάσει ακόμα και τους Γερμανούς, που από ένα σημείο και μετά είχαν προβλήματα οργάνωσης) και να αποφευχθεί συμμαχική απόπειρα αντεπίθεσης- μια απόφαση. Σε αυτό το πλαίσιο, θεωρείται πως οι γερμανικές δυνάμεις ήταν εξαντλημένες για να προχωρήσουν περαιτέρω. Αξίζει να σημειωθεί πως στα απομνημονεύματά του ο Χάιντς Γκουντέριαν- ο Γερμανός στρατηγός, θεωρητικός της στρατιωτικής τέχνης και «πατέρας» του Blitzkrieg, γνωστός με το προσωνύμιο «Der Schnelle Heinz», ο γρήγορος Χάιντς- αρνείται (όχι χωρίς κάποιον διαφαινόμενο εκνευρισμό) κατηγορηματικά ότι ίσχυε κάτι τέτοιο, τονίζοντας πως οι γερμανικές μηχανοκίνητες δυνάμεις ήταν σε θέση όχι μόνο να συνεχίσουν, αλλά και να τσακίσουν τις συμμαχικές δυνάμεις, πιθανώς τερματίζοντας επί τόπου τον πόλεμο. Μία εκδοχή είναι πως ο Χίτλερ δεν ήθελε να «αποτελειώσει» τους Βρετανούς, καθώς ήλπιζε πως, αν δεν δέχονταν ένα τόσο βαρύ πλήγμα, παρά την αδιαμφισβήτητη ήττα τους στη Γαλλία, μπορεί να ήταν πιο πρόθυμοι να φανούν διαλλακτικοί και να δοθεί τέλος στον πόλεμο με συμφέροντες όρους για τη Γερμανία. Όπως ξέρουμε όλοι, συνέβη το αντίθετο.
Η Γερμανία δεν ήταν έτοιμη για «ολοκληρωτικό» πόλεμο- και αυτό επέτρεψε στη Βρετανία να αντισταθεί με επιτυχία και να συνεχίσει τον πόλεμο. Η φαινομενικά ασταμάτητη γερμανική πολεμική μηχανή είχε ένα σημαντικό πρόβλημα: Δεν διέθετε αξιόλογα μέσα όσον αφορά στη διεξαγωγή «ολοκληρωτικού» πολέμου, δηλαδή βαριά, στρατηγικά βομβαρδιστικά (όπως αυτά των Αμερικανών και των Βρετανών, που χρησιμοποιήθηκαν για τον μαζικό βομβαρδισμό γερμανικών πόλεων και υποδομών αργότερα μέσα στον πόλεμο), ούτε και μεγάλη δύναμη πλοίων επιφανείας, ικανή να προκαλέσει το βρετανικό Βασιλικό Ναυτικό- κυρίαρχο των θαλασσών, με νικηφόρα παράδοση αιώνων. Ως εκ τούτου, η Luftwaffe δεν κατάφερε να «βγάλει νοκ άουτ» τη RAF στη «Μάχη της Βρετανίας», καθώς δεν μπορούσε να την φθείρει αρκετά στον αέρα, πλήττοντας παράλληλα τη βρετανική πολεμική προσπάθεια (εργοστάσια, βάσεις κ.α.) στο έδαφος, ενώ η απουσία μιας μεγάλης δύναμης επιφανείας δεν καθιστούσε δυνατή την επιχείρηση «Θαλάσσιος Λέων»- το πέρασμα της Μάγχης και την απόβαση της Βρετανίας, εγχείρημα που δεν θα ήταν δυνατόν όσο ήταν ακόμα μάχιμη η RAF και αξιόμαχο το Βασιλικό Ναυτικό. Υπάρχει μια δημοφιλής θεωρία πως εάν η Luftwaffe συνέχιζε να επικεντρώνεται στην επίθεση κατά της RAF και όχι κατά των αστικών κέντρων, όπως έγινε από ένα σημείο και μετά (που, όπως προαναφέρθηκε, ήταν κάτι που δεν μπορούσε να γίνει στον βαθμό που θα είχε σημαντικά πρακτικά αποτελέσματα, πέραν της επίδρασης που είχε ο «Blitz» στον βρετανικό πληθυσμό- θεωρείται ότι αυτό έγινε επειδή ο Χίτλερ ήθελε αντίποινα μετά από βρετανικό βομβαρδισμό του Βερολίνου που έγινε σε αντίποινα για έναν “κατά λάθος” γερμανικό βομβαρδισμό του Λονδίνου, και έτσι άλλαξαν οι στόχοι) θα είχε καταφέρει να την νικήσει στον αέρα, ανοίγοντας τον δρόμο για τον «Θαλάσσιο Λέοντα». Άλλα στοιχεία, πάντως, δείχνουν πως η RAF άντεχε τον πόλεμο φθοράς περισσότερο από τη Luftwaffe. Αξίζει να σημειωθεί εδώ πως δεν πρέπει να παραβλέπεται- πέρα από το πλεονέκτημα που έδινε στη βρετανική αεράμυνα το ραντάρ και φυσικά η φύσει πεισματάρικη βρετανική ιδιοσυγκρασία- το γεγονός ότι οι Βρετανοί πιλότοι που καταρρίπτονταν και επιζούσαν μπορούσαν να επιστρέψουν σύντομα στη δράση, εν μέσω μιας περιόδου που η ανάγκη για έμπειρους χειριστές ήταν τεράστια. Δεν ίσχυε το ίδιο για τους Γερμανούς.
Η μανία του Χίτλερ με τα «Wunderwaffen» («όπλα- θαύματα»). Δαπανήθηκε χρόνος, χρήμα και γενικότερα πολλοί πόροι σε πρωτοποριακά τεχνολογικά εξελιγμένα όπλα, όπως οι πύραυλοι V-1 και V-2 (οι «ιπτάμενες βόμβες»), ραδιοκατευθυνόμενες βόμβες, αεριωθούμενα μαχητικά, γιγαντιαία άρματα μάχης και πολλά άλλα πράγματα που ήταν μπροστά από την εποχή τους (και αυτό αποδείχτηκε τα χρόνια μετά τον πόλεμο). Ωστόσο, τα όπλα αυτά, στα οποία ήλπιζε πολύ ο Χίτλερ (ειδικά όταν η έκβαση του πολέμου άρχισε να είναι αρνητική για τον Άξονα) δεν μπόρεσαν να γείρουν την πλάστιγγα ξανά προς την πλευρά της Γερμανίας- και τα χρήματα και οι πόροι που πήγαν εκεί ίσως να είχαν πιο απτά αποτελέσματα εάν είχαν διοχετευθεί αλλού, σε πιο συμβατικά μέσα. Όσον αφορά στο ένα όπλο που θα μπορούσε να είχε όντως αλλάξει τα δεδομένα, την ατομική βόμβα, εν αντιθέσει με διάφορα που έχουν κυκλοφορήσει κατά καιρούς, οι γερμανικές προσπάθειες και δαπάνες ήταν πολύ πίσω και σε σχέση με το τιτάνιο εγχείρημα (από πλευράς κόστους και μέσων) που ήταν το αμερικανικό «Σχέδιο Μανχάταν».
Η καταπίεση των κατακτημένων χωρών. Η ιδιαίτερα σκληρή στάση των κατακτητών απέναντι στους πληθυσμούς των υπό κατοχή εδαφών είχε αποτέλεσμα να απαιτούνται για τον έλεγχό τους στρατεύματα τα οποία θα ήταν πιο χρήσιμα σε άλλα, φλέγοντα μέτωπα. Τα εγκλήματα της Κατοχής στην Ελλάδα είναι γνωστά, ενώ ειδικά στην ανατολική Ευρώπη και τη Ρωσία έλαβαν χώρα πρωτοφανείς κτηνωδίες, σε βάρος των σλαβικών πληθυσμών. Ο ανταρτοπόλεμος ήταν «πονοκέφαλος» για τη γερμανική ηγεσία σε πολλές χώρες.
Η αδυναμία προσεταιρισμού της Ισπανίας και της Τουρκίας. Ο Φράνκο, παρά τη στήριξη που είχε από τη Γερμανία κατά τον Ισπανικό Εμφύλιο, δεν μπήκε στον πόλεμο, παρά τις τεράστιες υποσχέσεις που του έδινε ο Χίτλερ (ο οποίος φέρεται κάποια στιγμή να είπε έξω φρενών στον Μουσολίνι πως προτιμούσε να του βγάλουν τρία ή τέσσερα δόντια παρά να ξαναμιλήσει στον Φράνκο). Όσον αφορά στον «επιτήδειο ουδέτερο», τη γείτονα, είναι γνωστό το παιχνίδι που έπαιξε η Τουρκία και με τις δύο πλευρές, χωρίς να εισέρχεται στον πόλεμο μέχρι το τέλος του (οπότε και «κήρυξε τον πόλεμο» στη Γερμανία).
https://youtu.be/3e99lfmmDN0
Η επίθεση στο Περλ Χάρμπορ και η ιαπωνική επιμονή στα θωρηκτά. Μπορεί να επρόκειτο για την επιτομή του στρατηγικού αιφνιδιασμού, ένα ιστορικό υπόδειγμα σχεδιασμού και εκτέλεσης μιας τέτοιας επιχείρησης (σχεδιάστηκε από ένα από τα κορυφαία στρατιωτικά μυαλά της Ιαπωνίας, τον ναύαρχο Ισορόκου Γιαμαμότο), ωστόσο έβαλε τις ΗΠΑ στον πόλεμο, ενώ μακροπρόθεσμα αποδείχτηκε πως δεν καταστράφηκε ο πυρήνας της αμερικανικής ισχύος στον Ειρηνικό: Τα αεροπλανοφόρα, τα οποία ήταν απόντα (κάτι που έδωσε τροφή σε θεωρίες ότι ο Ρούσβελτ ήξερε, αλλά επέλεξε να μην αντιδράσει για να μπορέσει να φέρει τις ΗΠΑ στον πόλεμο, κάτι που – κανονικά- η κοινή γνώμη δεν επιθυμούσε). Η ιαπωνική επιχείρηση ήταν αποτέλεσμα του εξής διλήμματος: Η ταχεία της νικηφόρα προέλαση/ επέκταση στον νότιο Ειρηνικό και την νοτιοανατολική Ασία την καθιστούσε ευάλωτη σε οικονομικό πόλεμο και στρατιωτικές απειλές από τις ΗΠΑ και τις άλλες χώρες των Συμμάχων (υπενθυμίζεται και το αμερικανικό εμπάργκο πετρελαίου), ενώ οι ΗΠΑ στήριζαν ενεργά την Κίνα. Οι ιαπωνικές επιλογές ήταν δύο: Είτε οι Ιάπωνες θα αποσύρονταν, σε μια στρατηγική αναδίπλωση από σειρά περιοχών που είχαν κατακτηθεί, ή θα έσπευδαν να κατακτήσουν περιοχές πλούσιες σε πόρους, στις ευρωπαϊκές αποικίες (ολλανδικές και βρετανικές περισσότερ) της νοτιοανατολικής Ασίας, ερχόμενοι σε ανοικτή σύγκρουση με τους Συμμάχους. Επέλεξαν το δεύτερο. Παρά τις αρχικές επιτυχίες του Αυτοκρατορικού Ναυτικού, που επέφερε πικρές ήττες στον αμερικανικό στόλο και τις άλλες συμμαχικές δυνάμεις στην περιοχή, η μεγάλη «στροφή» έλαβε χώρα στη Ναυμαχία του Μιντγουέι, από την οποία το ιαπωνικό ναυτικό δεν μπόρεσε να ανακάμψει πλήρως, τη στιγμή που οι ΗΠΑ ενισχύονταν με τρομακτική ένταση, έχοντας βάλει μπροστά την τεράστια βιομηχανική ισχύ τους. Αξίζει να σημειωθεί επίσης πως, σε επίπεδο τακτικής, παρά το ότι ο ιαπωνικός στόλος, περιλαμβανομένων των Ιαπώνων αεροπόρων του ναυτικού (των αεροπλανοφόρων), ήταν μια εξαιρετικά αποτελεσματική δύναμη, η ιαπωνική αεροναυτική στρατηγική σκέψη επέμενε στη χρήση των θωρηκτών ως αποφασιστικού παράγοντα που θα έκρινε μια σύγκρουση στον ωκεανό, οπότε πόροι που θα μπορούσαν να είχαν πάει στα αεροπλανοφόρα (τα οποία όντως έκριναν τον πόλεμο στον Ειρηνικό) πήγαν σε τεράστια θωρηκτά (Γιαμάτο- Μουσάσι) που ποτέ δεν είδαν δράση. Στην άλλη πλευρά, οι Αμερικανοί γνώριζαν πολύ καλά πως η εποχή των θωρηκτών είχε παρέλθει προ πολλού.