Η ελληνική οικονομική διπλωματία στη ΝΑ Ευρώπη
Η οικονομική κρίση στην Ελλάδα δεν περιορίζεται στα ελληνικά σύνορα. Οι επιπτώσεις της φθάνουν μέχρι τις γειτονικές χώρες. Ακόμα και η εγγύτητα μιας χώρας της ΝΑ Ευρώπη στην Ελλάδα είναι σε θέση να πλήξει την θέση της στις διεθνείς αγορές. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε πως όταν οι χώρες της περιοχής θέλουν να διαθέσουν ομόλογα στις αγορές αναγκάζονται να καταβάλλουν πολύ υψηλότερα επιτόκια από ότι πριν από την κρίση.
Η ελληνική κρίση, το πρόβλημα του δημοσίου χρέους και οι συνέπειες του “κουρέματος” στις ελληνικές τράπεζες απασχολούν έντονα και τις βαλκανικές χώρες, όπου η παρουσία του ελληνικού χρηματοπιστωτικού συστήματος είναι ηγετική. (Σε Βουλγαρία, Σερβία, Ρουμανία, Αλβανία και FYROM ελέγχει ποσοστά 15-35% της αγοράς).
Και αυτή είναι η πτυχή της ελληνικής οικονομικής δραστηριότητας δεν συζητείται καθόλου σαν να έχουν όλη ξεχάσει την περίφημη «οικονομική διείσδυση στα Βαλκάνια» και την ενεργό «οικονομική διπλωματία». Πόσοι πλέον θυμούνται ότι με αυτή τη λογική η Ελλάδα πριν ακόμα λήξει ο πόλεμος στο Κοσσυφοπέδιο, το 1999, επεξεργάστηκε το Ελληνικό Σχέδιο [αναπτυξιακής βοήθειας] για την Οικονομική Ανασυγκρότηση των Βαλκανίων (ΕΣΟΑΒ) που θα υπογράμμιζε την παρουσία της Ελλάδας παράλληλα με την αυξανόμενη παρουσία των ελληνικών επιχειρήσεων στην περιοχή, αλλά θα συνέβαλε και στην περιφερειακή ανάπτυξη των βόρειων γεωγραφικών διαμερισμάτων της χώρας.
ΕΣΟΑΒ: Η Ελληνική αναπτυξιακή πρόταση για τα Βαλκάνια
Η Ελλάδα πριν ακόμα λήξει ο πόλεμος στο Κόσοβο-Μετόχια, το 1999, επεξεργάστηκε το Ελληνικό Σχέδιο [αναπτυξιακής βοήθειας] για την Οικονομική Ανασυγκρότηση των Βαλκανίων (ΕΣΟΑΒ) που θα υπογράμμιζε την παρουσία της Ελλάδας παράλληλα με την αυξανόμενη παρουσία των ελληνικών επιχειρήσεων στην περιοχή, αλλά θα συνέβαλε και στην περιφερειακή ανάπτυξη των βόρειων γεωγραφικών διαμερισμάτων της χώρας
Το συνολικό ποσό προϋπολογίστηκε σε 550 εκατομμύρια δολλάρια, διαιρεμένα ισόποσα στο διάστημα μιας πενταετίας. Ωστόσο, παρά τις διακηρύξεις της ελληνικής κυβέρνησης αλλά και τις υψηλές προσδοκίες των αποδεκτών, στην πραγματικότητα υλοποιήθηκαν ελάχιστα. Ίσως σπάνια στην παγκόσμια ιστορία της αναπτυξιακής βοήθειας δεν υπάρχει τόσο μεγάλη διαφορά ανάμεσα στις υποσχέσεις και τις πληρωμές.
Αυτή δε η αναντιστοιχία ανάμεσα στις διακηρύξεις και στις πράξεις φαίνεται να μη συνδέεται με το ποιο πολιτικό κόμμα βρίσκεται στην εξουσία, καθώς οι ηγεσίες και των δύο μεγάλων πολιτικών κομμάτων είναι υπέρ της υλοποίησής του στο επίπεδο των διακηρύξεων, αλλά ταυτόχρονα και οι δύο ηγεσίες φαίνεται να μην είναι σε θέση να το εφαρμόσουν.
Η αποτυχία προώθησης του ΕΣΟΑΒ δεν έχει μόνο επιπτώσεις στην εξωτερική πολιτική της χώρας, καθώς υποσκάπτει την αξιοπιστία της όχι μόνο στα Βαλκάνια αλλά και στις χώρες της Δύσης. Έχει αρνητικές επιπτώσεις και στην περιφερειακή ανάπτυξη της χώρας, αφού το μεγαλύτερο μέρος από την αναπτυξιακή βοήθεια έχει προγραμματισθεί να κατευθυνθεί σε έργα (οδικά δίκτυα, ενεργειακά δίκτυα κλπ) που θα ενίσχυαν και την ελληνική οικονομία.
Είναι επίσης πολύ ενδιαφέρον το πώς σε κάποια στιγμή γίνεται αντιληπτό ότι οι επιδοτήσεις του ΕΣΟΑΒ σε ελληνικές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στα Βαλκάνια μπορεί να έχουν αρνητικές επιπτώσεις για την οικονομική ανάπτυξη και την κοινωνική ευημερία της χώρας (φυγή κεφαλαίων, αύξηση ανεργίας κλπ.) ιδιαίτερα στο χώρο της Βόρειας Ελλάδας.
Βέβαια ο βασικός λόγος της μη υλοποίησης του ΕΣΟΑΒ δεν είναι ο φόβος των αρνητικών επιπτώσεων αλλά η απουσία των απαιτούμενων οικονομικών πόρων.
Ωστόσο, πέρα από την έλλειψη χρημάτων, το ΕΣΟΑΒ αντιμετώπισε και σημαντικά διαχειριστικά προβλήματα που ποικίλουν από την απουσία τεχνικού συμβούλου μέχρι τον διυπουργικό ανταγωνισμό.
Δεδομένων των ανωτέρω, κρίθηκε απαραίτητη η παράταση του προγράμματος κατά μία πενταετία, δηλαδή για την περίοδο 2007-2011, με σκοπό να δοθεί η δυνατότητα στις επτά (7) χώρες – λήπτες να αξιοποιήσουν πλήρως τους πόρους του Σχεδίου που τους αναλογούν.
Τα δεδομένα προ κρίσης
Στην περίοδο προ κρίσης η χώρα μας είχε ήδη επενδύσει στη ΝΑ Ευρώπη πάνω από 14 δις ευρώ, δημιουργώντας πάνω από 200.000 επιτόπιες θέσεις εργασίας.
Στις χώρες των Βαλκανίων, της Τουρκίας συμπεριλαμβανομένης, λειτουργούσαν πάνω από 2.500 παραρτήματα ελληνικών τραπεζών, ελέγχοντας περίπου το 20% της τραπεζικής αγοράς, ενώ στην περιοχή δραστηριοποιούνταν 4.000 περίπου εταιρίες ελληνικών συμφερόντων που απασχολούν περί τα 6.000 διευθυντικά στελέχη από τη χώρα μας.
Οι Έλληνες ήταν οι πρώτοι επενδυτές στην ΠΓΔΜ, στην Αλβανία και τη Σερβία, τρίτοι στη Βουλγαρία και τη Ρουμανία και ανερχόμενη επενδυτική δύναμη στη Βοσνία- Ερζεγοβίνη. Σημειώνουμε ότι το 2006 σημειώθηκε αύξηση των ελληνικών εξαγωγών προς τις χώρες της περιοχής της τάξεως του 28,5%, αύξηση η οποία συνεχίζεται και κατά το 2007.
Στιη Βουλγαρία , σε 375 ανέρχονταν οι καταγεγραμμένες ελληνικές επιχειρήσεις που λειτουργούσανν εκ των οποίων οι 150 ήταν βιομηχανικές (από τις οποίες οι 100 ανήκανστον κλάδο της ένδυσης), οι 120 εμπορικές, οι 90 εντάσσονταν στους τομείς των υπηρεσιών και οι 15 ήταν κατασκευαστικές.
Στη Ρουμανία δραστηριοποιούνταν περί τις 540 ελληνικές επιχειρήσεις, ενώ τα συνολικά υπόλοιπα των δανείων (σε επιχειρήσεις και ιδιώτες) των ελληνικών τραπεζών ξεπερνούσαν τα 56 δισ. ευρώ.
Οι ελληνικές επενδύσεις άγγιζαν τα 500 εκατ. ευρώ στην Αλβανία με 250 εγκαταστημένες επιχειρήσεις, τα 950 εκατ. ευρώ στην ΠΓΔΜ μέσω των δράσεων 270 επιχειρήσεων, ενώ τα σκήπτρα κρατούσεη Σερβία με 2,1 δισ. ευρώ και 270 ελληνικές εταιρείες.
Η οικονομική διπλωματία στα χρόνια της κρίσης
Στην εποχή της κρίσης (μετά το 2010) η χώρα εξακολουθεί να διατηρεί ηγετικά μερίδια όσον αφορά τις άμεσες ξένες επενδύσεις στις γειτονικές χώρες. Ωστόσο, χάνει τη δυναμική της και ενδεχομένως τις ευκαιρίες μελλοντικής ανάπτυξης.
Η χρυσή εποχή -στις αρχές της δεκαετίας του ’90- που οι γειτονικές χώρες και εκείνες της «Νέας Ευρώπης» αποτελούσαν προνομιακό χώρο επέκτασης για μικρές και μεγάλες ελληνικές επιχειρήσεις «θαμπώνει», καθώς σήμερα, μετά από μια τετραετία βαθιάς και απότομης ύφεσης στην εγχώρια οικονομία, οι επενδύσεις υποχωρούν και οι πωλήσεις θυγατρικών και θέσεων αυξάνουν.
Το χειρότερο από όλα είναι το αρνητικό διεθνές περιβάλλον. Το πρόβλημα αφορά τόσο τις υπερδανεισμένες επιχειρήσεις –που συνθλίβονται στη μέγγενη της πτώσης της ζήτησης και της αύξησης των υποχρεώσεών τους– όσο και εκείνων που δεν μπορούν να έχουν πρόσβαση σε κεφάλαια κίνησης. Όταν ο τραπεζικός κλάδος νοσεί, αναπόφευκτα η έλλειψη ρευστότητας επηρεάζει και την υπόλοιπη επιχειρηματικότητα.
O ελληνικός τραπεζικός κλάδος την τελευταία δεκαετία επένδυσε 7-8 δισ. ευρώ και το μερίδιό του στην ευρύτερη περιοχή της «Νέας Eυρώπης» (Bαλκάνια) υπολογίζεται περίπου στο 32%. Η Eθνική, η Alpha Bank, η Eurobank και η Πειραιώς αθροιστικά έχουν καθοριστική παρουσία στις τραπεζικές αγορές της Bουλγαρίας, της Pουμανίας, της Aλβανίας, της Σερβίας και των Σκοπίων, ενώ ειδικά στην Tουρκία η Finansbank είναι η πιο ισχυρή θυγατρική της Eθνικής Tράπεζας. Ανάμεσα στις κινήσεις που θα κάνουν οι τράπεζες μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας ανακεφαλαιοποίησης είναι να εστιάσουν στις βασικές τραπεζικές τους δραστηριότητες, γεγονός που προοιωνίζεται πώληση και θυγατρικών εξωτερικού. Η τρόικα σύμφωνα με πληροφορίες επιθυμεί την άμεση πώλησή τους, στην περίπτωση που οι τράπεζες δεν επιτύχουν τη συμμετοχή 10% ιδιωτών στη διαδικασία ανακεφαλαιοποίησής τους, με τα έσοδα να συνυπολογίζονται στους στόχους του προγράμματος των ιδιωτικοποιήσεων. Ήδη σε πώληση θυγατρικών σε Πολωνία και Τουρκία έχει προχωρήσει η Eurobank αλλά και η Αγροτική Τράπεζα, που ανήκει πλέον στον όμιλο Πειραιώς.
Δεν είναι ωστόσο μόνο οι τράπεζες που υποχρεώνονται σε αποχωρήσεις. Αρκετές εισηγμένες επιχειρήσεις εκποιούν θυγατρικές τους εταιρείες και άλλα περιουσιακά στοιχεία στα Βαλκάνια, σε μια προσπάθεια να εξυπηρετήσουν τον υψηλό τραπεζικό δανεισμό τους, να αποκτήσουν ρευστό ή να τερματίσουν τις ζημίες τους από ανεπιτυχείς διεθνείς δραστηριότητες.
Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία, οι ελληνικές επιχειρήσεις θεωρούνται οι πρώτοι ξένοι επενδυτές σε Aλβανία, Σερβία και ΠΓΔM, αλλά και σημαντικοί παράγοντες σε Pουμανία και Bουλγαρία. Ωστόσο την τελευταία διετία η δυναμική της διείσδυσης υπαναχωρεί.
Στην αγορά της Ρουμανίας, από το φθινόπωρο του 2012 μέχρι σήμερα, καταγράφεται σταθερό ενδιαφέρον από Έλληνες επιχειρηματίες, ως επί το πλείστον νέους, να αναπτύξουν εμπορικά δίκτυα, κυρίως τροφίμων ή παροχής υπηρεσιών. Σύμφωνα με στοιχεία του Εθνικού Εμπορικού Μητρώου της χώρας, το 2012 υπήρχαν εγγεγραμμένες 5.467 εταιρείες ελληνικών συμφερόντων, έναντι 5.202 στο τέλος του 2011. Από τις παραπάνω εταιρείες ωστόσο υπολογίζεται ότι οι ενεργές είναι περί τις 1.500-1.800. Η Κεντρική Τράπεζα της Ρουμανίας (BNR) εκτιμά ότι η αξία των ελληνικών επενδύσεων υπερέβαινε στις 31.12.2012 τα 2,934 δισ. ευρώ, έναντι 3,016 δισ. ευρώ το 2011, μείωση που αποδίδεται στην κάμψη των δραστηριοτήτων των ελληνικών τραπεζών στη Ρουμανία.
Πάντως, το Γραφείο Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων της ελληνικής πρεσβείας στο Βουκουρέστι εκτιμά ότι η αξία των ελληνικών επενδύσεων στη Ρουμανία −εάν σε αυτές συνυπολογιστούν και οι επενδύσεις των θυγατρικών των ελληνικών οίκων που εδρεύουν σε τρίτες χώρες (π.χ. στην Κύπρο)− αγγίζει τα 4 δισ. ευρώ, κατατάσσοντας τη χώρα μας στην 4η ή 5η θέση μεταξύ των ξένων επενδυτών.
Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία στη Βουλγαρία, μέχρι το τέλος του 2011 οι ελληνικές επενδύσεις στη Βουλγαρία ήταν ύψους 2,8 δισ. ευρώ, γεγονός που καθιστά την Ελλάδα τον τρίτο μεγαλύτερο επενδυτή μετά την Αυστρία και την Ολλανδία. Για πρώτη φορά όμως τα τελευταία χρόνια εμφανίζεται αρνητική τάση – και το 2011 και το 2012 ο όγκος των εισπράξεων και των αναλήψεων από τις ελληνικές επενδύσεις είναι αρνητικός. Το 2009 ο όγκος των ελληνικών επενδύσεων αποτελούσε το 8,9% του συνολικού όγκου των επενδύσεων, ενώ τώρα είναι 7,7%. Στη βουλγαρική αγορά δραστηριοποιούνται τέλος πέντε ελληνικές τράπεζες, με μερίδιο που ανέρχεται σε 23% του ενεργητικού ολόκληρου του βουλγαρικού τραπεζικού συστήματος.
Στον κατάλογο των σημαντικότερων ξένων επενδυτών στην Αλβανία παραμένει η Ελλάδα, κατέχοντας την πρώτη θέση στις άμεσες ξένες επενδύσεις, σύμφωνα με στοιχεία του γραφείου Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων (ΟΕΥ) της ελληνικής πρεσβείας στα Τίρανα. Το μερίδιο των ελληνικών άμεσων επενδύσεων στην Αλβανία βαίνει ωστόσο μειούμενο τα τελευταία έτη και, από 42,48% το 2007, διαμορφώθηκε σε 26% το 2012. Η μείωση αυτή οφείλεται κατά κύριο λόγο στην αύξηση των συνολικών ΑΞΕ στην Αλβανία, αλλά και στην υπαναχώρηση των ελληνικών κινήσεων.
Αντίστοιχη είναι η εικόνα και στην ΠΓΔΜ, όπου το ύψος των ελληνικών επενδύσεων κατατάσσει την Ελλάδα ψηλά. Παράλληλα, η Ελλάδα είναι και ένας από τους σημαντικότερους εμπορικούς εταίρους της ΠΓΔΜ, η οποία πραγματοποιεί εισαγωγές προερχόμενες κυρίως από τα κράτη-μέλη της Ε.Ε. (58,4%) και τις αναπτυσσόμενες χώρες (22,9%).
Σύμφωνα με στοιχεία της Κεντρικής Τράπεζας της ΠΓΔΜ, η Ελλάδα στο διάστημα 1997- 2011 επένδυσε συνολικά στη χώρα 390,48 εκατ. ευρώ (ποσοστό 10,7% επί του συνόλου των ΑΞΕ, κατατασσόμενη ως τέταρτη επενδύτρια χώρα). Ωστόσο, με βάση τα στοιχεία που το Γραφείο ΟΕΥ συγκέντρωσε από τις ελληνικές επιχειρήσεις, που δραστηριοποιούνται στην ΠΓΔΜ, μόνο οι 40 μεγαλύτερες εξ αυτών έχουν επενδύσει στη χώρα αρχικά κεφάλαια άνω των 550 εκατ. ευρώ, μη συμπεριλαμβανομένων των επανεπενδεδυμένων κερδών.Εάν λοιπόν λάβουμε υπόψη τα επανεπενδεδυμένα κέρδη αυτών, καθώς και τις επενδύσεις των λοιπών (άνω των 200) ελληνικών επιχειρήσεων, αλλά και τις μεταβιβάσεις ελληνικών κεφαλαίων μέσω άλλων χωρών (όπως Ολλανδία, Λουξεμβούργο, Κύπρος κ.ά.), η Ελλάδα στην πραγματικότητα κατέχει την πρώτη θέση στη χώρα, με συνολικό ύψος επενδύσεων περί τα 900 εκατ. ευρώ έως 1 δισ. ευρώ.
Η Ελλάδα αποτελεί τον τρίτο μεγαλύτερο ξένο επενδυτή στη Σερβία, μετά την Αυστρία και τη Νορβηγία, βάσει των στοιχείων της Υπηρεσίας Προώθησης Εξαγωγών και Επενδύσεων, για την περίοδο 2005-2011. Σημειώνεται βέβαια ότι, σε παλαιότερη αντίστοιχη ταξινόμηση των χωρών, για το διάστημα 2000-2010, η χώρα μας κατατασσόταν δεύτερη, αμέσως μετά την Αυστρία.
Οι κυριότεροι τομείς δραστηριοποίησης των Ελλήνων επενδυτών είναι ο χρηματοπιστωτικός τομέα, ο ευρύτερος τομέας των κατασκευών και των δομικών υλικών, το λιανικό εμπόριο, οι τηλεπικοινωνίες, οι ξενοδοχειακές και τουριστικές υπηρεσίες, η παροχή επιχειρηματικών συμβουλευτικών υπηρεσιών, η βιομηχανία τροφίμων και ποτών κλπ. Αξίζει, επίσης, να σημειωθεί η γεωγραφική διασπορά των ελληνικών επενδύσεων στο σύνολο της σερβικής περιφέρειας.
Στην αγορά της Σερβίας εκτιμάται ότι δραστηριοποιούνται περίπου 200 επιχειρήσεις ελληνικών συμφερόντων, οι οποίες απασχολούν περισσότερους από 25.000 εργαζομένους. Οι συνολικές άμεσες ελληνικές επενδύσεις εκτιμάται ότι ανέρχονται σε περίπου € 2,0 δις, το δε σύνολο άμεσων και έμμεσων επενδύσεων υπερβαίνει τα € 2,5 δις.
Μεταξύ των κυριότερων Ελληνικών εταιρειών που δραστηριοποιούνται στην Σερβία περιλαμβάνονται οι: ΕΚΟ, Ελληνική Βιομηχανία Ζάχαρης, Τσιμέντα ΤΙΤΑΝ, Coca Cola HBC, Βερόπουλος, Ιntracom, Αlumil, Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, Αlpha Βank, Eurobank EFG, Τράπεζα Πειραιώς, ΙΚΡΡ Ρόκας, Lamda Development, Καζίνο Λουτρακίου, Όμιλος Δασκαλαντωνάκη, Όμιλος Λασκαρίδη, Isomat, Kleeman, ΕΛΒΙΑΛ, Πλαστικά Θράκης κλπ.
Αξίζει να σημειωθεί ότι, ακόμα και κατά την περίοδο της τρέχουσας οικονομικής κρίσης, οι επιχειρήσεις ελληνικών συμφερόντων διατήρησαν την παρουσία τους στη σερβική αγορά, προχωρώντας βέβαια στις εκάστοτε απαραίτητες κινήσεις προσαρμογής στα νέα οικονομικά δεδομένα.
Εν μέσω κρίσης , πάντως , πρέπει να αναφερθεί ότι επισκέφθηκαν την Ελλάδα 1 εκατ. Σέρβοι τουρίστες το 2011 έναντι 700.000 το 2010 ενώ οι δύο κυβερνήσεις Ελλάδας και Σερβίας βρίσκονται σε συνεργασία για την άρση των αντικινήτρων που υπάρχουν στον τομέα της επιχειρηματικής ανάπτυξης και συνεργασίας. Ας σημειωθεί ότι στα πλαίσια του ΕΣΟΑΒ προχωρά και η κατασκευή του οδικού άξονα 10 όπου θα συμμετάσχει σε σύμπραξη μια ελληνική κατασκευαστική εταιρία ενώ οι επενδύσεις που σχεδιάζει η Σερβία στον τομέα των υποδομών και της ενέργειας (ΑΠΕ) αποτελούν ευκαιρίες για τις ελληνικές εταιρίες.
Το 50% των ελληνικών επενδύσεων αφορούν τον τραπεζικό τομέα καθώς οι ελληνικές τράπεζες στη Σερβία διαθέτουν 465 υποκαταστήματα, απασχολούν 6.000 εργαζόμενους και εξυπηρετούν περισσότερους από ένα εκατομμύριο ιδιώτες και 100.000 επιχειρήσεις. Το συνολικό κεφάλαιο των ελληνικών τραπεζών στη Σερβία ανέρχεται σε τέσσερα δισεκατομμύρια ευρώ, ενώ μέχρι σήμερα έχουν δοθεί, σε πολίτες και επιχειρήσεις, δάνεια ύψους 3,3 δισεκατομμυρίων ευρώ. Οι ελληνικές τράπεζες κατέχουν το 16% της σερβικής αγοράς και σε καταθετικό επίπεδο η διείσδυση φθάνει το 25%. Στη διάρκεια του 2009 δεν έγινε νέα ελληνική επένδυση στη Σερβία, αλλά οι μεγαλύτερες ελληνικές τράπεζες που δραστηριοποιούνται στη χώρα έχουν ήδη αυξήσει την πιστωτική τους ικανότητα κατά 10%. Σύμφωνα με αυτά, δεν υπάρχει ενδεχόμενο να αποφασίσουν να αποσύρουν τα κεφάλαιά τους πίσω στην Ελλάδα
Οι Σέρβοι, πολιτικοί και εκπρόσωποι της αγοράς, εναγωνίως ρωτούν εάν οι ελληνικές τράπεζες θα αντέξουν και ποιές θα είναι οι επιπτώσεις για τη χώρα τους. Είναι γνωστό άλλωστε οτι η ανάγκη των τραπεζών μας για απομόχλευση και η αδυναμία τους για περαιτέρω χρηματοδότηση, δεν πλήτει μόνο την εγχώρια αγορά, αλλά και τις υπόλοιπες (βαλκανικές) στις οποίες δραστηριοποιούνται. Τα στοιχεία του IIF δείχνουν ότι στις χώρες αυτές το ΑΕΠ θα υστερήσει κατά 0,8-2,1% λόγω ακριβώς της αδυναμίας του τραπεζικού συστήματος να ανταποκριθεί στις ανάγκες της αγοράς.
Οι Ελληνικές τράπεζες που κατάφεραν να αντιμετωπίσουν και να γλιτώσουν τις συμπληγάδες το 2008, βρίσκουν τον εαυτό τους το 2011 με μηδενική αξία.
Η Ελλάδα προσφέρει αναπτυξιακή βοήθεια στη Σερβία, τόσο σε πολυμερές (ΕΕ, ΣτΕ, ΟΑΣΕ κλπ.), όσο και σε διμερές επίπεδο. Η διμερής αναπτυξιακή βοήθεια έχει χορηγηθεί είτε άμεσα στη σερβική κυβέρνηση, είτε έμμεσα, μέσω της υλοποίησης μιας σειράς Έργων από ελληνικούς και σερβικούς ΜΚΟ, Φορείς Τοπικής Αυτοδιοίκησης κλπ.
Βασικό εργαλείο της διμερούς αναπτυξιακής βοήθειας που χορηγεί η χώρα μας αποτελεί το Ελληνικό Σχέδιο Οικονομικής Ανασυγκρότησης των Βαλκανίων (ΕΣΟΑΒ), μέσω του οποίου έχουν ήδη χορηγηθεί περί τα € 17 εκ. για την υλοποίηση Έργων οδοποιίας (κατασκευή τμήματος του Πανευρωπαϊκού Διαδρόμου Χ), τηλεπικοινωνιών (διασύνδεση πανεπιστημιακών και ερευνητικών ιδρυμάτων με δίκτυο οπτικών ινών) αλλά και βελτίωσης των συνθηκών διαβίωσης τοπικών κοινωνιών (ανακαίνιση σχολείων, νοσοκομείων, διαφόρων ιδρυμάτων κλπ.) Η τελευταία περίπτωση, ειδικότερα, συμβάλλει άμεσα στη διάχυση της εικόνας της Ελλάδας ως σημαντικού χορηγού αναπτυξιακής βοήθειας στη σερβική κοινή γνώμη.
Τελικά σήμερα η Ελλάδα τι κάνει στο «πολιτικό ναρκοπέδιο» των Βαλκανίων του 21ου αιώνα, όπου πέρα από τις επιδιώξεις των κρατών της χερσονήσου του Αίμου συγκρούονται και η αμερικανική, η γερμανική και η ρωσική πολιτική, που επιδιώκουν να εδραιώσουν, να διευρύνουν ή να ανακτήσουν σφαίρες επιρροής;
Ποιά τα αποτελέσματα της Ελληνικής Διπλωματίας στις διάφορες μορφές της (οικονομική, ενεργειακή, πολιτιστική, επικοινωνιακή, πράσινη, προληπτική, αποτρεπτική κοκ) ;
Μήπως τελικώς , η βαλκανική μας πολιτική είναι και αυτή ένα από τα θύματα μίας εξωτερικής πολιτικής δημιουργίας εντυπώσεων, μιας εξωτερικής πολιτικής δημοσίων σχέσεων χωρίς περιεχόμενο και στόχους;
Και μήπως πρέπει τελικώς κάποιος να ενημερώσει τους Έλληνες πολίτες εάν τα χρήματά τους διατίθενται με τελέσφορο τρόπο εξυπηρετώντας την έννοια του «Εθνικού Συμφέροντος» ;