Από τη μεταδημοκρατία στη μεταπολιτική
Φθάνοντας στην ανατροπή του πολιτικού σκηνικού στην Ελλάδα, βρισκόμαστε ενδεχομένως και στη νέα φάση του «μεταδημοκρατικού φαινομένου» όπου η τεράστια ενίσχυση του κεφαλαίου σε συνδυασμό με την περιθωριοποίηση των μαζών αλλά και την εμπορευματοποίηση της πολιτικής διαδικασίας είχαν ως αποτέλεσμα τα πολιτικά κόμματα να γίνουν υποχείρια των επιχειρηματιών ενώ οι παλιοί δημοκρατικοί θεσμοί διατηρούνταν ως απλές επιφάσεις.
Η εμπορευματοποίηση, μάλιστα, της πολιτικής και δη της εκλογικής διαδικασίας αύξησε σημαντικά τις δαπάνες των κομμάτων και των πολιτικών εξαρτώντας τους πλήρως από τη χρηματοδότηση των επιχειρηματιών καθώς και από τον χώρο έμμεσης ή άμεσης διαφήμισης των μέσων μαζικής ενημέρωσης.
Όπως είχε και τότε επισημανθεί, οι εκλογές της 6ης Μαΐου 2012 σηματοδότησαν το κλείσιμο του ιστορικού κύκλου της Μεταπολίτευσης.
Η σημασία της λαϊκής ετυμηγορίας ήταν τριπλή: Πρώτον, σηματοδότησε την πρωτοφανή πολιτική χρεωκοπία και την εκλογική κατάρρευση του δικομματικού συστήματος, που συγκροτήθηκε μετά τη δικτατορία, αλλά και του ισχύοντος εκλογικού συστήματος. Δεύτερον, απονομιμοποίησε κοινωνικά την εφαρμοζόμενη νεοφιλελεύθερη πολιτική του Μνημονίου. Τρίτον, η εκλογική ανάδειξη του ΣΥΡΙΖΑ σηματοδότησε το τέλος της εποχής ηγεμονίας του ΠΑΣΟΚ και την πολιτική επανεμφάνιση της Αριστεράς, για πρώτη φορά ύστερα από περιθωριοποίηση πολλών δεκαετιών.
Ωστόσο, η σημερινή προγραμματική και οργανωτική κατάσταση του ΣΥΡΙΖΑ συντηρεί την αβεβαιότητα για τις προοπτικές του.Το πολιτικό κενό που παρουσιάσθηκε είναι συγκρίσιμο με το αντίστοιχο που εμφανίσθηκε στην ελληνική πολιτική σκηνή το 1950, μετά τον εμφύλιο και το 1974, μετά την πτώση της δικτατορίας, με την ουσιαστική διαφορά από τις δύο προηγούμενες ιστορικές στιγμές, ότι ο βασικός σχηματισμός της Αριστεράς βρίσκεται σήμερα στο επίκεντρο των εξελίξεων και όχι στο περιθώριο υπό το βάρος μιας ήττας.
Η εκλογική επιτυχία που σημείωσαν νεοπαγείς κομματικοί σχηματισμοί και συνασπισμοί πολιτικών οργανώσεων και ομάδων πίεσης που κινούνται σε ακραίους χώρους αριστεράς και δεξιάς πολιτικής δράσης και σκέψης είναι άραγε αποτέλεσμα μιας νέας και αυτοφυούς δυναμικής που αναπτύσσεται στην ελληνική κοινωνία ή αποτελεί απλώς ένα ανακλαστικό μιας κοινωνίας που βρίσκεται στα ιστορικά της όρια; Ή μήπως είναι μια κατευθυνόμενη πολυπλόκαμη επιχείρηση ξένων κέντρων και στρατηγείων «οικονομικού πολέμου»;
Μεταξύ του 2012 και του 2015 η εκλογική επιρροή του ΣΥΡΙΖΑ αυξήθηκε εντυπωσιακά, κατά 9,4% (από 26,9% σε 36,3%). Μέσα σε δύο μόλις χρόνια, η εκλογική του βάση επεκτάθηκε, σχεδόν κατά 600.000, ξεπερνώντας πλέον τα 2,2 εκατομμύρια ψηφοφόρους. Αλλά οι μεταβολές στην κοινωνική δομή της ψήφου στον ΣΥΡΙΖΑ, που αποκάλυψε το πρόσφατο εκλογικό αποτέλεσμα, έχουν μεγαλύτερη πολιτική σημασία. Διότι, όπως αποδεικνύεται εμπειρικά, έχει διαμορφωθεί -για πρώτη φορά σε αυτήν την έκταση- μια ευρύτατη κοινωνική συμμαχία, κατά της πολιτικής της λιτότητας. Ο ΣΥΡΙΖΑ διατήρησε την απόλυτη εκλογική κυριαρχία, που διέθετε ήδη από το 2012, στους μισθωτούς του Δημοσίου Τομέα (ΔΤ), 44,6%, στους μισθωτούς του Ιδιωτικού Τομέα (ΙΤ), 39,5%, τους ανέργους, 44,3% και τους φοιτητές, 42,3%. Η άνοδος αυτή συνοδεύθηκε και από το αίσθημα της τόνωσης του αισθήματος της “Εθνικής Υπερηφάνειας” αλλά και από την έντονη στήριξη στον Πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα για τους χειρισμούς του στην “διαπραγμάτευση” που οδήγησε στο Τρίτο Μνημόνιο και αποτυπώθηκε με το ΟΧΙ στο δημοψήφισμα της 5/7/2015.
Η επιτυχία που σημείωσαν κόμματα με έντονο το στοιχείο του λαϊκισμού στην εκφορά του πολιτικού τους λόγου και της κομματικής δραστηριότητας, μπορούν να ερμηνευθούν εάν κατανοήσουμε την ανάγκη μιας μάζας πολιτών-ψηφοφόρων θυμάτων της κρίσης να αποκτήσουν μία συλλογική ταυτότητα, να εξελιχθούν σε μία συλλογικότητα πέρα από τις διαχωριστικές γραμμές των καθιερωμένων πολιτικών ιδεολογιών και αιρετικών ιδεολογημάτων του παρελθόντος.
Αυτή η φάση της μεταπολιτικής συμπεριφοράς δεν αποτελεί κατ’ανάγκη και ένδειξη δημοκρατικής ωρίμανσης αφού βασίζεται σε μηχανισμούς ταύτισης και κατασκευής μιας «αντιδραστικής ταυτότητας» που ναι μεν οδηγούν σε μια εκτόνωση θυμού και διαμαρτυρίας αλλά ταυτόχρονα ευνοούν την ανάπτυξη μηχανισμών και ομάδων πίεσης με ανεξέλεγκτη δράση και με πρόσχημα το καλό του έθνους, την αποκατάσταση της δικαιοσύνης, την ασφάλεια των πολιτών, κοκ.
Το βασικό ερώτημα που παραμένει είναι κατά πόσον η νέα συλλογική οντότητα διαμαρτυρίας που γεννάται θα οδηγήσει σε «εξέγερση» και «ρήξη» ή θα παραμείνει μια περιστασιακή διέγερση των ανακλαστικών των λαικών και μεσαίων στρωμάτων που οδηγούνται σε εξαθλίωση.